«Παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν …
Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης,
πατήρ του μέλλοντος αιώνος» (Ησ. θ’, 6)
Μέσα από τα βάθη των αιώνων ακούστηκε η φωνή του προφήτου Ησαΐου, που ανήγγειλε το μεγάλο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Κυρίου και Θεού μας, Ιησού Χριστού. «Θα γεννηθεί, είπε ο προφήτης, παιδίον για μας και θα δοθεί σε μας… Το όνομά Του θα είναι μεγάλο και υπερούσιο. Θεός θα είναι και θα ονομάζεται, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, που κατέχει όλη τη δύναμη και κρατεί όλη την εξουσία της θεότητος, δημιουργός και αρχηγός της ειρήνης, πατέρας της μελλούσης εποχής της χάριτος…».
Και άλλοτε στην Παλαιά Διαθήκη είχε φανερωθεί ο Θεός στους ανθρώπους. Φανερώθηκε για παράδειγμα στον προφήτη Μωυσή και στον προφήτη Ηλία. «Ελάλησε Κύριος προς τον Μωυσήν ενώπιος ενωπίω ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον» (Εξοδ. ΛΓ , 11). Φανερώθηκε και στον προφήτη Ηλία «ως φωνή αύρας λεπτής…» (Γ Βασ. ΙΘ , 12). Φανερώθηκε κι από την κορυφή του όρους Σινά στο έθνος των Ιουδαίων ανάμεσα σε βροντές και αστραπές.
Σε όλες τις περιπτώσεις η παρουσία του Θεού δεν ήταν «εν σαρκί». Δεν εμφανίστηκε ο Κύριος «ως Θεός σεσαρκωμένος» με ουσία, είδος και μορφή ανθρώπου.
Όταν ήλθε «το πλήρωμα του χρόνου», ο Υιός του Θεού, ο Ένας της αγίας Τριάδος «μετέσχε σαρκός και αίματος» (Εβρ. β , 14).
Η ανάγκη της σωτηρίας του πεπτωκότος ανθρώπου και η άμετρος αγάπη του Τριαδικού Θεού μας προς τον άνθρωπο, επέβαλαν να γίνει ο Θεός άνθρωπος, να έλθει κοντά, ανάμεσα στους ανθρώπους, να μιλήσει σαν φίλος, σαν αδελφός και πατέρας μαζί τους, να προσφέρει τον εαυτό του θυσία για να λυτρωθεί ο αποστάτης άνθρωπος.