Σελίδες

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011

Οι δε άλλοι εννέα που;

photoΓράφει η Ακακία Κορδόση

Συγγραφέας – Επίτιμη διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών

Κι έτσι έφυγε απ’ τη ζωή μας, απ’ την πολιτική ζωή του τόπου μας – και – γιατί όχι ; όλου του πολιτισμένου κόσμου – ο τελευταίος έντιμος πολιτικός, τελευταίος όχι λόγω ηλικίας, γιατί η ηλικία δεν έχει καμιά σχέση με την εντιμότητα, αλλά λόγω ήθους, ο πραγματικός ευπατρίδης της πολιτικής, ο Αναστάσης Πεπονής.

Αυτός που αγωνίστηκε, με πολύ δυσάρεστες για ’κείνον συνέπειες, (έφηβος κατά των Γερμανών και ώριμος κατά της δικτατορίας) για την ελευθερία μας, για την μακρόθυμη και όχι εκδικητική απονομή δικαιοσύνης (με αποτέλεσμα να διαγραφεί – ευτυχώς προσωρινά – απ’ το ίνδαλμα και αρχηγό του Νικόλαο Πλαστήρα απ’ τη νεολαία του κόμματος, επειδή διεφώνησε με την εκτέλεση Μπελογιάννη), αυτός που αγωνίστηκε για τη δημοτική γλώσσα μας, που πρώτος αυτός επίσημα καθιέρωσε ως διευθυντής της Ραδιοφωνίας – πριν από την επέλαση των αγράμματων «ορθομιλούντων» δικτατόρων – αυτός που – ως γνήσιος απόγονος της οικογένειας Πεπονή, ηρωικών δημοσιογράφων, συνεργατών του Μεσθενέα και του Μάγερ στην πρώτη ελληνική εφημερίδα, τα «Ελληνικά Χρονικά» που κυκλοφόρησε στα τραγικά χρόνια των πολιορκιών στο Μεσολόγγι – επέβαλε, ως υπουργός Τύπου, την πολιτισμένη και όχι αιμοχαρή ενημέρωση. Και, σαν δίκαιος και αδέκαστος που ήταν κι ο ίδιος, εκπόνησε με τους συνεργάτες του τον περίφημο «νόμο Πεπονή» που έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα την δίκαια και με αξιοκρατική διαδικασία για την είσοδο των νέων στο μέλλον τους.

Σ’ ενός τέτοιου σπουδαίου ανθρώπου την κηδεία, θα περίμενε κανείς να «συρρεύσει» όχι αυτό που η τηλεόραση χαρακτήρισε – κατ’ ευφημισμόν – «πλήθος» (αυτούς δηλαδή που ήταν υποχρεωμένοι λόγω της θέσης τους, επειδή ο Αναστάσης Πεπονής κηδεύτηκε σαν υπουργός εν ενεργεία) αλλά ένα πλήθος πραγματικό και τεράστιο.

peponis2Δυστυχώς το πλήθος αυτό έλαμψε με την απρόσμενη απουσία του.

Η απουσία αυτή φέρνει στο νου την πικρή ερώτηση του Χριστού, όταν απ’ τους δέκα λεπρούς που είχε θεραπεύσει πηγαίνοντας για την Ιερουσαλήμ, γύρισε μόνο ένας για να τον ευχαριστήσει : «Οι άλλοι εννέα πού ;».

Αναρωτιόμαστε λοιπόν κι εμείς. Πού ήταν οι όχι ρουσφετολογικά, μεμονωμένα και πρόσκαιρα, αλλά έμμεσα και γενικά και μόνιμα ευεργετηθέντες απ’ αυτόν ; Πού ήταν το σύνολο των πολιτικών που ο Αναστάσης Πεπονής, με το ήθος του, τους έδωσε άλλοθι και λόγο ύπαρξης ; Πού ήταν οι δημοσιογράφοι που τους δίδαξε ήθος ; Πού ήταν οι νέοι που έσωσε απ’ τον εξευτελισμό να εκλιπαρούν ανάξιους βουλευτές / βολευτές για μια θεσούλα ; Πού ήταν, τέλος, οι συμπατριώτες του, που τους επέστρεψε απ’ το αρπακτικό δημόσιο τη θάλασσά τους με το αλάτι τους και τους έδωσε λόγο να’ναι περήφανοι, δείχνοντας με το παράδειγμά του στον κόσμο, πώς ήταν πάντοτε οι μεσολογγίτες πολιτικοί, οι Τρικούπηδες, οι Δεληγιώργηδες, οι Βάλβηδες ;

Και το μεγάλο – ρητορικό – ερώτημα :

Πώς περιμένουμε να μας ευγνωμονούν οι ξένοι για παλιές ευεργεσίες, όταν εμείς είμαστε αχάριστοι απέναντι στους δικούς μας για ευεργεσίες πρόσφατες ;

(Κάπως έτσι γίναμε στον κόσμο παράδειγμα προς αποφυγήν).