Σελίδες

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Καλοκαιρινές κοντυλιές


Γράφει η Φωτεινή Τσιτσώνη - Καβάγια
Εκπαιδευτικός

«Απαρχής του θεριστή
    του δρεπανιού μας η γιορτή».
 Το πιο γνωστό όνομα του Ιουνίου είναι αυτό του Θεριστή, γιατί το μήνα αυτό θερίζουν το σιτάρι.
Παλιά, οι γεωργοί με τα δρεπάνια στον ώμο, έπαιρναν το δρόμο για τα χωράφια (σήμερα θερίζουν με τις θεριστικές μηχανές), συντροφιά πάντα με το τραγούδι του τζίτζικα, ή αλλιώς «τέττιγος» των αρχαίων, που ζει τραγουδώντας στα δέντρα τους καλοκαιρινούς μήνες, προδίδοντας έτσι την παρουσία του.
«Τζίτζικας ελάλησε
       πάρτε τα δρεπάνια σας».
«Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι!», λέει πάλι ο λαός μας, που έχει συνδυάσει το καλοκαίρι  με το έντομο αυτό, που μας συντροφεύει τα ζεστά καλοκαιρινά μεσημέρια.



Όπως άλλωστε λέει και η παροιμία, ο τζίτζικας δίνει το σύνθημα του θερισμού.
Σε πολλές περιοχές οι γεωργοί προτιμούσαν για τη ζέστη να θερίζουν τη νύχτα (νυχτοθέρι), με το φως του φεγγαριού, φορώντας στο ένα χέρι την παλαμαριά, ένα ξύλινο γάντι, για το φόβο των ερπετών, που τυχόν ήταν κρυμμένα μέσα στα στάχυα και να τα παραμερίζουν και στο άλλο χέρι το δρεπάνι.
Αν η νύχτα όμως ήταν σκοτεινή, άναβαν μεγάλες φωτιές, για να μπορούν να βλέπουν και να θερίζουν, λέγοντας: « Ράψε ράφτη, γιατί κάηκαν τα άχυρα!», δηλ. βιαστείτε, γιατί η φωτιά θα σβήσει και δε θα βλέπουμε να θερίσουμε!
Σε παλιότερες, λοιπόν, εποχές, ο γεωργός ετοίμαζε τα δρεπάνια του, σαμάρωνε τα ζώα του, ενώ οι γυναίκες έφτιαχναν τα σακούλια με το φαγητό κι όλα αυτά τα φόρτωναν στα ζώα και ξεκινούσαν για το θερισμό, για να θερίσουν τους κόπους της χρονιάς, που το μήνα αυτό είχε γίνει χρυσάφι.
Πριν ακόμα ξεμυτίσει ο Ήλιος, όλη η οικογένεια βρισκόταν στο χωράφι, γιατί «όσο βοηθάει η νύχτα κι η αυγή ούτε πατέρας ούτε αδερφή», κι αφού εύχονταν «ώρα καλή κι ευλογημένη», άνοιγαν δρόμο σταυρωτό στα στάχυα με τα δρεπάνια και άρχιζαν το θέρισμα ως που  ο Ήλιος έκαιγε πολύ και δεν άντεχαν άλλο, για να συνεχίσουν το απόγευμα.
Με τα πρώτα στάχυα που έκοβαν, έκαναν σταυρό, που τον τοποθετούσαν στα εικονίσματα για ευλογία. 
 Με το τέλος του θερισμού, τον άλλο μήνα, τον Ιούλιο, το μήνα του αλωνισμού, τον Αλωνάρη, όπως τον λέει ο λαός, μέσα στον πυρωμένο Ήλιο του, που λάμπει θριαμβευτικά,  άρχιζε το αλώνισμα και το ξεχώρισμα του σταριού απ’ τ’ άχυρα.
Τα αλώνια κρατούσαν στις αγκαλιές τους το ζηλευτό καρπό κι η παροιμία παινεύει τον άξιο δουλευτή: «Όποιος μοχθάει το χειμώνα, χαίρεται τον Αλωνάρη». Το αλώνισμα ήταν κοπιαστική εργασία αλλά πολύ σημαντική.
«Όποιος δε σαρώσει αλώνι, ψωμί δε χορταίνει», που σημαίνει πως όποιος δεν έσπειρε, δε θέρισε, δεν αλώνισε, όλο το χρόνο «πεινασμένος θα ’ναι».
Παλιά, το αλώνισμα γινόταν στα αλώνια, ενώ σήμερα γίνεται  με τις αλωνιστικές μηχανές.
« Εδώ πέρα στ’ αντίπερα, στα χάλκινα τ’ αλώνια,
όπ’ αλωνίζουν δώδεκα και δεκατρείς λιχνάνε».
Τότε, η εικόνα του αλωνίσματος ήταν γραφικότατη, με τ’ άλογα με τις ανεμισμένες χαίτες ή τα βόδια, που αργοπατούσαν.
Για τους γεωργούς το αλώνι ήταν ιερό. Στα μικρά χωριά αυτό ήταν κοινό για  όλους. Διάλεγαν το πιο ξάγναντο μέρος, όπου φυσούσαν άνεμοι κι εκεί το έφτιαχναν.
Τα αλώνια ήταν δυο ειδών: τα χωματάλωνα και τα πετράλωνα. Πιο πολύ οι γεωργοί  προτιμούσαν τα πετράλωνα, όπου ο καρπός δε λερωνόταν. Ολόγυρα έβαζαν πέτρες κι έφτιαχναν τα «χείλια του». Στη μέση έβαζαν το «στρίγερο», δηλ. ένα στύλο από ξύλο κέδρου ή βελανιδιάς για να μη σαπίζει και να συγκρατεί τ’ άλογα όπου έρχονταν γύρες κι αλώνιζαν το στάρι.
Έξω απ’ τ’ αλώνι στοίβαζαν τις θημωνιές οι γεωργοί και περίμεναν ο καθένας τη σειρά του, για ν’ αλωνίσει. Όποιος προλάβαινε να βάλει πρώτος στην κορφή του στρίγερου  ένα χερόβολο στάρι, εκείνος ήταν πρώτος στη σειρά.
Στα μεγάλα αλώνια έβαζαν και δυο και τρεις σειρές άλογα, για να προλάβουν τ’ αλώνισμα, που πάντα άρχιζε αργά το πρωί και τέλειωνε το απόγευμα, για να μη μαλακώσει η πρωινή και η βραδινή δροσιά τα στάχια.
Το αλώνισμα γινόταν με την αδοκάνα, μια πλατιά, μακρόστενη σανίδα, όπου η μια πλευρά της ήταν ελαφρά κυρτωμένη, ενώ η άλλη είχε χαρακιές και όπου μέσα τους ήταν σφηνωμένες σκληρές και κοφτερές πέτρες.
Ο γεωργός έδενε τη σανίδα στο ζυγό των ζώων κι ανέβαινε κι ο ίδιος πάνω της, για να ’χει βάρος.
Καθώς τα ζώα γυρνούσαν στο αλώνι, οι πέτρες της κάτω πλευράς της σανίδας, έσπαζαν τα στάχυα και έτσι ξεχώριζε ο καρπός.
Ένα άλλο εργαλείο που χρησιμοποιούσε ήταν το δικριάνι, ένα ξύλο μονοκόμματο, με το οποίο ανακάτευε τα στάχυα που ήταν απλωμένα στ’ αλώνι, ώστε να έρχονται στην επιφάνεια όσα ήταν ακόμα αθρυμμάτιστα. Μ’ αυτό ακόμα μάζευε όσα στάχυα είχαν πέσει έξω από το αλώνι και τα ξανάριχνε σ’ αυτό.
Το χρησιμοποιούσε ακόμη και για το λίχνισμα, που γινόταν μετά το αλώνισμα το ξεχώρισμα του καρπού από τη φλούδα και τα άχυρα. Όταν, λοιπόν, φυσούσε ο αέρας, πετούσαν ψηλά με το δικριάνι τους σωρούς και ο καρπός, σαν πιο βαρύς, έπεφτε κάτω, ενώ τα άχυρα και οι φλούδες, σαν πιο ελαφριά, τα έπαιρνε ο αέρας.
Κι ύστερα ακολουθούσε η χαρά του αλέσματος στο μύλο του χωριού και η αποθήκευση της ευλογημένης σοδειάς , που εξασφάλιζε τη διατροφή ολόκληρου του χρόνου, ενός από τα βασικότερα είδη του σπιτιού: «Πρώτα θεμέλια του σπιτιού ψωμί, κρασί και λάδι»
Το πρωτάλεστο αλεύρι φυλάσσονταν με απόλυτο  σεβασμό και ιερότητα  σε ειδικό χώρο και χρησιμοποιούνταν μόνο για το ζύμωμα του  πρόσφορου. Κι όλα γίνονταν με ιεροτελεστία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ποίημά του  ο Γεώργιος Δροσίνης:.
"Καλόδεχτο το φόρτωμα που θα ’ρθει από το μύλο
πρωτόπλαστο, πρωτάλεστο, πρώτη χαρά της σκάφης.
Ζυμώνουν τ’ ανασκουμπωτά της πρωτονύφης χέρια
και πλάθουν τα πρωτόπλαστα ψωμιά με την παλάμη
μες στην καλοπελεκητή πινακωτή, προικιό της.
Το φούρνο καίει τεχνίτισσα, γριά κυρούλα,
ξανανιωμένη, αφήνοντας τη συντροφιά της ρόκας.
Ω! βραδινό συμμάζεμα στο σπιτικό κατώφλι
καρτέρεμα ανυπόμονο του πυρωμένου φούρνου
κι ω! μέθυσμα απ’ τη μυρωδιά πρώτου ψωμιού π’ αχνίζει
κομμένο απ’ το γέροντα παππού χωρίς μαχαίρι
και μοιρασμένο σε παιδιά, σε νύφες και σ’ αγγόνια!
Και συ θυσία των ταπεινών στη θεία καλοσύνη,
σημαδεμένο ανάμεσα με του Σταυρού τη βούλα
καλοπλασμένο πρόσφορο, της Εκκλησιάς μεράδι,
που θα κοπείς την Κυριακή μες στ’ αργυρό Αρτοφόρι
και στ’ Άγιο Δισκοπότηρο με το κρασί θα σμίξεις!"