Σελίδες

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Γεύση από το "Σαράντα"

Γράφει η Φωτεινή Τσιτσώνη - Καβάγια
Εκπαιδευτικός


… «Κι άξαφνα, λέει, ακούσαμε κατά το μουράγιο έναν μεγάλο κρότο… Πήγαν κι ήρθαν τα βουνά της Τήνου. Ο γιαλός σείστηκε και τίναξε κρότο θεόρατο, δυνατό.
-Βαγγελίστρα μου! είπαμε και πέσαμε καταγής παρακαλώντας.
Σε λίγο, να’ σου  κι άλλος κρότος.
-Εδώ είναι η συντέλεια! είπαμε. Χανόμαστε!
Μεγάλη φουρτούνα έρχεται στον τόπο μας. Σώσε μας, Παναγία Παρθένα, εσύ, που σ’ αγαπάμε και μας αγαπάς!».

  Αυτά είναι τα λόγια κάποιου ναύτη, που σώθηκε απ’ τον τορπιλισμό της Έλλης, το Δεκαπενταύγουστο του 1940, εκεί, στ’ αγιασμένα νερά της Τήνου.
«Ξάφνου, σεισμός υπόκωφος την εκκλησιά τραντάζει. 
Τρίζουνε τα κονίσματα! Στο μόλο, βογγητά!
Βράζουνε μες στο πέλαγο κύματα πανωτά
Και γέρνοντας η Έλλη μας σε μια στιγμή βουλιάζει!».

  Έχουν περάσει από τότε εβδομήντα τέσσερα χρόνια: (1940-2014). Οκτώβρης ήταν και τότε…Οκτώβρης 28, του 1940! Μια σημαντική ημερομηνία, που έμεινε ως περίλαμπρος σταθμός στην ιστορία του ελληνισμού και της ανθρωπότητας!  Κι ένα μεγάλο θαύμα έγινε, από τα μεγαλύτερα της ιστορίας, όταν, οκτώ εκατομμύρια λόγχες της φασιστικής Ιταλίας , (που οπωσδήποτε είχαν ξεχάσει τους Μαραθώνες, τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα, το Σούλι, το Μεσολόγγι και τα τόσες άλλες δόξες του ελληνισμού), με στόλο ισχυρό και φοβερή αεροπορία προσπαθούσαν  να ανασυστήσουν την πάλαι ποτέ δοξασμένη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Και ξάφνου, όπως λέει κι ο ποιητής…



…Εκεί που είχαμε μαζέψει του Ήλιου τη σοδειά
Κάτω από τη στέγη μας
Κι εκεί που περιμέναμε να ’ρθει το πρωτοβρόχι
να ποτίσει το χώμα μας,
να σπείρουμε ξανά στάρι που μας τρέφει,
ν’ ανοίξουμε το μούστο, που μας θερμαίνει,
ν’ ακούσουμε τα τραγούδια,
που μας γέννησαν στο παλιό τζάκι
με το καπνισμένο καριοφίλι
γύρω στη μαύρη ποδιά της μάνας μας….
  Και ξάφνου…ένας μεγάλος πόλεμος άρχισε στην Ευρώπη και γρήγορα μέρος σ’ αυτόν πήρανε κι άλλοι τόποι. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος είχε πια ξεκινήσει, αφού ο Χίτλερ ήρθε στη γη για να κυριαρχήσει, όπως πίστευε. Η Γερμανία προκάλεσε πόλεμο κάνοντας επιθέσεις στις γειτονικές της  χώρες. Το 1928 απόκτησε τον έλεγχο της Αυστρίας και στη συνέχεια, το 1939 προσάρτησε την Τσεχοσλαβακία, ενώ την 1η Σεπτεμβρίου κατέλαβε την Πολωνία και τη Μεγάλη Βρετανία. Το Μάιο του 1940 εισέβαλε στο Βέλγιο και Λουξεμβούργο και τη Γαλλία. Η μυστική αστυνομία της Γερμανίας, η Γκεστάπο κατεδίωκε όσους αντιδρούσαν στην πολιτική του Χίτλερ, ενώ ολόκληρος ο κόσμος έπρεπε να δεχτεί την υπεροχή του γερμανικού γένους, της «άριας φυλής».
Ο Μουσολίνι, ο Ιταλός, αυτόν ακολουθώντας,  φόβισε όλες τις γύρω περιοχές. Φόβισε απειλώντας και την Ελλάδα  και γύρεψε να την πάρει και ζήτησε  να του την παραδώσουμε άνευ όρων! Μα, η Ελλάδα έδωσε αρνητική απάντηση με θάρρος, κι έτσι το «ΟΧΙ» μας εισέπραξε ο Ιταλός φαντάρος!
Κι εκεί που ο χειμώνας άρχιζε το δικό του παραμύθι
Κι η γη περίμενε τους καινούριους σπόρους, και η πρώτη βροχή δρόσιζε το κορμί μας
Κι εκεί που περιμέναμε τον πετεινό να μας φέρει το ξημέρωμα
Το γείτονά μας να χτυπήσει την πόρτα μας 
Τη γυναίκα μας ν’ ανάψει το λύχνο και τη φωτιά 
Και να μας πει:
-Καλή στράτα! Καλή σπορά!
 Κι εκεί που περιμέναμε τα σπουργίτια να μαζέψουν τους άχωστους σπόρους ( πάντα κατά τον ποιητή), και τη σουσουράδα να σεργιανίσει στις δράνες
Περιμέναμε…και μας ξυπνήσαν οι καμπάνες! Οι καμπάνες! Οι καμπάνες! Οι καμπάνες!
Μ’ άλλον ήχο, μ’ άλλο χτύπο, μ’ άλλο βούισμα.
Οι καμπάνες!
Και το πρωινό της Δευτέρας της 28ης Οκτωβρίου του 1940, οι σειρήνες ξύπνησαν τους Έλληνες από άκρου εις άκρον, που ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, που τους πλημμύρισαν σαν βουερό κύμα  και διαδήλωναν κατά των Ιταλών, ενώ η ιαχή «ΟΧΙ» δονούσε την ατμόσφαιρα!
… «Κι οι λεβεντοφαντάροι μας, κείνη την Άγια μέρα
το «ΟΧΙ» εκείνο τ’ άρπαξαν και το ’καναν «ΑΕΡΑ!», ως αντάξιοι  απόγονοι των ηρώων του 1821. Πόσο διαχρονικά είναι τα λόγια που τότε είπε ο στρατηγός Μακρυγιάσννης: ‘Όλα τα θερία πολεμούν για να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά!».
   Και η πατρίδα μας μπήκε ενεργά στον πόλεμο. Κι ο πόλεμος είναι μεγάλο κακό! Μοιάζει με το πολύ το νερό που πέφτει και παίρνει μαζί του ζώα και ανθρώπους!
   Και ξεκίνησαν οι φαντάροι μας  κατά της Πίνδου τις κορφές, με το βαρύ τουφέκι στον ώμο και με το χαμόγελο στα χείλη, όπως τραγούδησε και η τραγουδίστρια της νίκης, Σοφία Βέμπο: «Με το χαμόγελο στα χείλη πάν’ οι φαντάροι μας μπροστά και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι, γιατί η καρδιά τους δε βαστά….».
   Και παρόλο που ήταν τόσοι λίγοι μπροστά στην τεθωρακισμένη επέλαση του εχθρού, κατόρθωσαν να τη  σταματήσουν παλεύοντας με νύχια και με δόντια  αλλά και με τον καυτό πόθο της ψυχής τους  για λευτεριά, έχοντας πάντα τη σκέψη, την ελπίδα και την απαντοχή τους στην Υπεραγία Θεοτόκο, τη Φοβερά Προστασία και Αγία Σκέπη. 
  Και βούλιαξαν τ’ άρβυλά τους  στο χιόνι και στη λάσπη. Υπεράνθρωπες οι προσπάθειές τους  προκειμένου να καταβάλουν τη φύση και τον αντίπαλο.
  Και τι να πει και τι να πρωτοθαυμάσει κανείς και για τις γυναίκες της Πίνδου, τις ηρωικές Ηπειρώτισσες, που γίναν ένα με τα κακοτράχαλα βουνά που τις γέννησαν και τις ανέθρεψαν και με το φόρτωμα που κουβαλούσαν στον ώμο, ξεπερνώντας τα ανθρώπινα όρια και βγάζοντας από μέσα τους δυνάμεις υπερφυσικές!
  Και γέμισε δόξα και απαράμιλλο ηρωισμό  η Πίνδος! 
  Κι έγραφαν οι αθηναϊκές εφημερίδες:
«Τα εχθρικά αεροπλάνα έρριψαν βόμβας κατά της Δεκέλειας και κατά της Κορίνθου. Τα ελληνικά καταδίωξαν τους εισβολείς»
«Εδώ Άγιοι Σαράντα! Ο ελληνικός στρατός εισήλθεν! Φεύγουν οι Ιταλοί προς τη Θάλασσαν»
«Ο στρατός μας εκτοπίζει τους Ιταλούς από τα τελευταία ερείσματά των εις Μοράβαν, παρά τη λυσσώδη αντίστασή των».
«Η κυανόλευκος κυματίζει από χθες εις την Κορυτσάν. Ελλάδα, σήκω ψηλά. Ο κόσμος σε γνωρίζει πάλι από την κόψη του σπαθιού!».
  Κι έγραφαν οι φαντάροι μας στους δικούς τους:
… «Εμείς εδώ είμαστε χαρά γεμάτοι και αισιόδοξοι, σαν πραγματικοί κύριοι της κατάστασης. Θα νικήσωμεν, αλλά υπέρ την νίκην, δόξα».
…«Δεν μπορώ να σου γράψω τα θαύματα που γίνονται. Την Ευαγγελίστρια καθημερινά τη βλέπουμε. Έχουμε πίστη, που δεν έχει κανείς!».
  Κι ένα απόσπασμα από ένα ανορθόγραφο γράμμα, που ωστόσο όμως ξεχειλίζει από πατριωτισμό κι ευγένεια και που αντικατοπτρίζει την περιφρόνηση του θανάτου από μέρους των φαντάρων μας, που πολέμησαν, νίκησαν και ντρόπιασαν τους περήφανους και άδικους φασίστες αλλά και τη μεγάλη πίστη στην Υπεραγία Θεοτόκο, τη Φοβερά Προστασία και Αγία Σκέπη.
«…Όσο για τα παιδιά να τα βάζεις να προσεύχωνται κάθε βράδη για τη νίκη τον ελληνικόν όπλων και για τη σωτηρίαν όλων των στρατιωτών και ύστερα για μένα…»
  Κι όλα αυτά ως τον Απρίλη  του 1941, οπότε με την εισβολή των Γερμανών, που έσπευσαν προς βοήθεια των Ιταλών, αφού έβλεπαν πως στη Ελλάδα ο πόλεμος χάνεται, ήρθαν τα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Το Έθνος μας όμως  δεν έσκυψε το κεφάλι. Αντιστάθηκε στην τριπλή κατοχή, (γερμανική, ιταλική, βουλγαρική) και πλήρωσε βαρύ το τίμημα της λευτεριάς. Ο λαός μας  αντιστάθηκε αποφασιστικά. Υπέφερε  διώξεις, φυλακίσεις εξορίες, στρατόπεδα συγκέντρωσης, λεηλασία των χωριών και των πόλεων, βασανιστήρια, θανατικές εκτελέσεις. Υπέμεινε  πείνα και στερήσεις!
  Η καταστροφή στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα, δε λύγισε  τη θέλησή του. Αγωνίστηκε  εναντίον του κατακτητή, ανατίναξε αποθήκες πυρομαχικών, αεροδρόμια, πλοία, γέφυρες.. Ακόμα και τα μικρά παιδιά με πολλούς τρόπους αντιστάθηκαν!
  Τα  χρόνια πέρασαν…Εβδομήντα τέσσερα χρόνια από τότε. Πολλοί  ίσως, ξέχασαν!
   Όμως, εσύ, ήρωα της Αλβανίας, κοιμήσου ήσυχος. Κοιμήσου χαροκαμένη μάνα και σύ παιδάκι της κατοχής Εμείς δεν ξεχνάμε!
Για σας υπάρχει πάντα μια ζεστή γωνιά στην καρδιά μας, ένα φρέσκο λουλούδι στον τάφο σας και μια  υπόσχεση: Να φυλάξουμε ό,τι ακριβό κληρονομήσαμε από εσάς! Τη λευτεριά μας!
  Η Ελλάδα ξεπέρασε τον εαυτό της κι όλοι η ανθρωπότητα έμεινε κατάπληκτη! Και ο ίδιος ο Χίτλερ παραδέχτηκε πως ο Έλληνας στρατιώτης πολέμησε ομοίως με το δικό του,( που ήταν εκπαιδευμένος να σκορπάει γύρω του το κακό), με παράτολμο θάρρος και με υψίστη περιφρόνηση προς το θάνατο!
  Ας κλείσουμε όλοι μέσα μας το ένδοξο παρελθόν, για να κάνουμε μια Ελλάδα που να κατέχει πρωτεύοντα ρόλο στο πολυτιμότερο αγαθό που λέγεται «ΕΙΡΗΝΗ!».
«Και τα αλέτρια, τώρα που φθινοπώριασε,  που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη Γη ένα όνομα μονάχα γράφουν: ΕΙΡΗΝΗ. Τίποτ’ άλλο.ΕΙΡΗΝΗ!"