Σελίδες

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

Το λάδι, η ελιά και η “κυβερνώσα αριστερά”


Γράφει ο Παναγιώτης Κατσούλης
Εκπαιδευτικός – Πρώην δήμαρχος Μεσολογγίου
Μέλος Ν.Ε. Ανασυγκρότησης ΣΥΡΙΖΑ Αιτωλ/νιας

Μπορεί να έχουν σχέση σήμερα το λάδι και η ελιά (και δει η καλαμών), με την “κυβερνώσα αριστερά”;
Κατά την άποψη μου άμεση, αφού η παραγωγή τους αφορά χιλιάδες οικογένειες της υπαίθρου, ενώ αποτελούν εξαγώγιμα προϊόντα με προοπτική που μπορούν να συμβάλλουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, αν βεβαίως επιλυθούν τα μακροχρόνια δομικά τους προβλήματα.
1. Η τωρινή κατάσταση
Το ελαιόλαδο αντιστοιχεί στο 9% της αξίας της αγροτικής μας παραγωγής. Αφορά περίπου 600.000 οικογένειες, οι οποίες καλλιεργούν σχεδόν 10 εκατ. στρέμματα. Είμαστε η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός χώρα μετά από Ισπανία και Ιταλία. Ετησίως η μέση παραγωγή κυμαίνεται από 280 έως 300 χιλ. τόνους. Από αυτούς το 27% τυποποιείται, ενώ το 33% οδηγείται στην αυτοκατανάλωση ή στο παραεμπόριο. Στον αντίποδα η Ιταλία τυποποιεί το 80% και η Ισπανία το 50%.
Διεθνώς η παραγωγή λαδιού διπλασιάστηκε. Αγγίζει τους 3 εκατ. τόνους από 1,5 εκατ. το 1990, κυρίως εξαιτίας του διπλασιασμού της παραγωγής της Ισπανίας, η οποία καλύπτει το 40% της παγκόσμιας παραγωγής. Σημαντική αύξηση πέτυχαν και νέες χώρες, όπως η Τουρκία, η Τυνησία και το Μαρόκο. Η Ιταλία καλύπτει κοντά στο 14% της παγκόσμιας παραγωγής και εμείς το 11%.



Όμως εξαγωγικά η Ιταλία απέχει παρασάγγας ημών. Κατασκεύασε ισχυρό brand name με πρόσβαση στις αγορές και στα δίκτυα διακίνησης. Εισάγει χύμα ελαιόλαδο από εμάς και την Ισπανία, το οποίο επανεξάγεται τυποποιημένο. Κερδίζει υπεραξία τυποποίησης της τάξης του 1,3 €/λίτρο, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας το 2015. Το μερίδιο μας στη διεθνή αγορά περιορίστηκε από 6% στο 4%, περίπου 30.000 τόνοι ετησίως.
Ο πρώην υπουργός Β. Αποστόλου σε συνέντευξη του (CNN Greece), το 2017 ανέφερε: “Οι Ιταλοί χονδρέμποροι έρχονται στην Ελλάδα και πληρώνουν μετρητά ή σχεδόν με μετρητά, γεγονός που εξυπηρετεί τις ανάγκες ρευστότητας των παραγωγών. Από την στιγμή που δεν υπάρχει πλέον η Αγροτική Τράπεζα και η οικονομική κατάσταση τα τελευταία χρόνια είναι τόσο δυσμενής, είναι δύσκολο ο παραγωγός να καλύψει τις ανάγκες του για ρευστότητα”. Έτσι το ελληνικό λάδι βαφτίζεται ιταλικό!
Οι παραγωγοί μας βιώνουν μια ακόμη καταστροφική χρονιά. Η φετινή τιμή υπολείπεται κατά 13,5% της μέσης τιμής της τελευταίας 5ετίας, με απόθεμα 859.000 τόνων, διπλάσιο του “κανονικού”. Η αστάθεια του διεθνούς εμπορικού περιβάλλοντος και η επιβολή δασμών των ΗΠΑ στις οξειδωμένες ισπανικές ελιές, μείωσαν τις εξαγωγές προς ΗΠΑ κατά 50%, με αποτέλεσμα το ισπανικό προϊόν να προωθηθεί σε άλλες αγορές και σε τιμές ανταγωνιστικές των ελληνικών ελιών.
Όσον αφορά τις ελιές (Καλαμών, σε άλμη και σε ξύδι), οι εξαγωγές έφθασαν τους 198 χιλιάδες τόνους έναντι εισαγωγών 17 χιλιάδων. Θετικό ισοζύγιο 492 εκατομμυρίων €. Ο μέσος όρος των τιμών των εξαγωγών ανέρχεται σε 2.600 €/τόνο, σχεδόν υπερδιπλάσιος των εισαγωγών. Οι τιμές κυμαίνονται από 2.259 €/τόνο η ελάχιστη (σε άλμη, προς τρίτες χώρες), έως και 3.342 €/τόνο η μέγιστη (σε ξύδι, προς τρίτες χώρες).
Όμως οι παραγωγοί Καλαμών βιώνουν φέτος απαράδεκτα χαμηλές τιμές, από 1,10 έως 1,20 €/κιλό το 200άρι και 6,64 €/κιλό στη λιανική, παρ' όλο που η μέχρι τώρα συγκομιδή κινείται σε λογικά όρια (100.000 τόνοι), ενώ σε περιοχές όπως η Κρήτη, παρουσιάστηκαν πρόσθετα προβλήματα εξαιτίας της δακοκτονίας.
2. Τα δομικά προβλήματα
Κατατάσσονται σε δυο μεγάλες ενότητες:
Η πρώτη αφορά τον κατακερματισμό του κλάδου, τον εξατομικευμένο τρόπο παραγωγής, τις συνεταιριστικές παθογένειες και αντιπαλότητες, καθώς και την έλλειψη πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών. Ο ρόλος των μεσαζόντων/εμπόρων και η “σχέση” τους με τους παραγωγούς και τις εξαγωγικές επιχειρήσεις αποτελεί μια ακόμη πτυχή του προβλήματος. Το ψηλό εργατικό κόστος, οι “ελληνοποιήσεις”, η έλλειψη ευέλικτων χρηματοδοτικών εργαλείων στήριξης των παραγωγών, η μη επίλυση του ζητήματος των Εργοσήμων, διογκώνουν το πρόβλημα.
Η δεύτερη ενότητα προβλημάτων αφορά το μικρό βαθμό τυποποίησης, επεξεργασίας και συσκευασίας του ελαιολάδου. Το “μοντέλο” της Ισπανίας που εξετάζεται ως λύση (έκθεση McKinsey), δύσκολα θα προχωρήσει στη χώρα μας. Στην εξαγωγική μας διείσδυση είμαστε διπλά εγκλωβισμένοι. Ακριβοί στην τιμή σε σχέση με τους Ισπανούς, προβληματική αναγνωρισιμότητα σε σχέση με τους Ιταλούς. Υπολειπόμαστε τόσο σε τεχνογνωσία όσο και στο επιχειρηματικό savoir faire, σε αντίθεση με τον κλάδο των οινοπαραγωγών, οι οποίοι όμως τώρα κινδυνεύουν και αυτοί εξαιτίας της επιβολής των αμερικάνικων δασμών.
3. Η στρατηγική της “κυβερνώσας αριστεράς”
Οφείλει να ξεδιπλωθεί τώρα, ως προγραμματικές θέσεις, συμμαχίες και παρεμβάσεις που θα εκφραστούν στην αυριανή διακυβέρνηση της χώρας.
Για την κυβέρνηση της ΝΔ το θέμα είναι λυμένο, από το “αόρατο χέρι” της αγοράς. Γι' αυτό και ο Βορίδης δεν παίρνει θέση στο πρόβλημα των παραγωγών ελιάς καλαμών της Αιτωλ/νιας, οι οποίοι για πρώτη φορά περιελήφθησαν στον εθνικό κατάλογο επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Οι “στρεβλώσεις” προσφοράς και ζήτησης θα διορθωθούν αυτομάτως...Αλλά ακόμη και αν παρενέβαινε, θα ευνοούσε τα μεγάλα συμφέροντα σε βάρος των παραγωγών. Τα πρώτα δείγματα γραφής σε ασφάλιση/ΕΛΓΑ και συμμετοχή ιδιωτών με 35% στο νέο θεσμικό πλαίσιο των συνεταιρισμών, είναι ενδεικτικά.
Τα μέτρα ανακούφισης - στήριξης του αγροτικού τομέα την περίοδο 2015 – 2019 ήταν αναγκαία, όχι όμως και επαρκή στην κατεύθυνση της παραγωγικής ανασυγκρότησης και ειδικά για τον κλάδο του λαδιού και της ελιάς. Απαιτούνται διορθωτικές βελτιώσεις καθώς και τολμηρές και πολυεπίπεδες παρεμβάσεις επίλυσης των δομικών προβλημάτων. Η μείωση του κόστους παραγωγής, όπως για παραδειγμα με τα προγράμματα της “ευφυούς γεωργίας”, η δημιουργία νέας αναπτυξιακής τράπεζας αγροτών, η παροχή κινήτρων για συγκρότηση ομάδων παραγωγών/συνεταιρισμών, η μεγαλύτερη συμμετοχή των παραγωγών στη λειτουργία των Διεπαγγελματικών Οργανώσεων, η κρατική υποστήριξη της τυποποίησης και της εξωστρέφειας, είναι ορισμένες από αυτές.
Σκοπός η στήριξη του παραγωγού και της παραγωγής, με την ταυτόχρονη δημιουργία των προϋποθέσεων για την τυποποίηση και την προώθηση του ελληνικού ελαιολάδου/ελιάς υψηλής προστιθέμενης αξίας.