Γράφει η Ειρήνη Σωτηρίου
Δημοσιογράφος, Διοικητικό Στέλεχος, Διεθνολόγος
Μεταπτυχιακό δίπλωμα σε Διεθνείς Σχέσεις & Στρατηγικές Σπουδές
Η Ιερά Μονή Προυσού (ή Προυσσού), διαφορετικά Πυρσού, που βρίσκεται 31 χλμ νότια του Καρπενησίου και 53 βορειοδυτικά του Αγρινίου, αποτελεί πνευματικό και προσκυνηματικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής. Είναι χτισμένη σε ένα τοπίο επιβλητικό, βγαλμένο από παραμύθι σε απόκρημνη, βραχώδη περιοχή μεταξύ των βουνών Χελιδόνα, Καλιακούδα και της οροσειράς του Τυμφρηστού, η οποία είναι κατάφυτη από έλατα. Το Μοναστήρι στον Προυσσό είναι οικοδομημένο πάνω στον κάθετο βράχο, που υπέρκειται του γκρεμού της χαράδρας.
Το όνομα της Μονής οφείλεται στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Προυσιώτισσας, η οποία εικάζεται ότι είναι έργο του Αγίου Ευαγγελιστού Λουκά. Η ιστορία της εικόνας και κατ’ επέκταση της Μονής ανάγεται στην περίοδο της βασιλείας του εικονομάχου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Θεοφίλου (829-842). Η εικόνα της Θεομήτορος βρισκόταν στον περικαλλή ναό της Προύσας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο, λόγω της επικείμενης καταστροφής όλων των εικόνων στην βυζαντινή επικράτεια, εξαιτίας ενός διατάγματος του αυτοκράτορα που υπαγόρευε την καταστροφή τους και θανάτωση εκείνων που αντιστέκονταν, ένα αρχοντόπουλο, κινούμενο από ευσεβή φόβο για το μέλλον της ιερής εικόνος αποφασίζει να την φυγαδεύσει στην ορθόδοξη Ελλάδα, προκειμένου να μην κινδυνεύσει.
Ως άμεση επιδίωξη του ήταν η επιλογή τοποθεσίας που θα ανοικοδομούσε εκκλησία προς τιμή του Θεού και η οποία θα στέγαζε την σεβάσμια εικόνα της Θεοτόκου. Το μέρος αυτό ήταν η νέα Πάτρα, η σημερινή Υπάτη ή η Θράκη, σύμφωνα με άλλες δοξασίες. Μάλιστα, ενώ οι εργασίες για την κατασκευή της εκκλησίας προχωρούσαν, η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου εξαφανίστηκε προς μεγάλη έκπληξη, απορία και συνάμα στενοχώρια του νέου, ο οποίος διερωτόταν ποιο είναι το αμάρτημα του. Φυσικά, η ανοικοδόμηση της εκκλησίας σταμάτησε. Η Θεομητορική εικόνα της Προυσιώτισσας είχε βρει καταφύγιο σε ένα μικρό σπήλαιο σ’ ένα δύσβατο και άγονο τόπο, όπου μοναδικοί κάτοικοι ήταν κάποιοι λιγοστοί βοσκοί. Στο σημείο αυτό κάθε βράδυ δημιουργούταν μια στήλη φωτός, που ξεκινούσε από τη γη και έφθανε στον ουρανό και ταυτόχρονα ακούγονταν γλυκές μελωδίες και ψαλμοί. Ένας νεαρός βοσκός, τη νύχτα από 22 προς 23 Αυγούστου έγινε μάρτυρας του περιστατικού αυτού και έντρομος και απορημένος σκέφθηκε για να καταπραΰνει τον φόβο του ότι ήταν ουράνιο τόξο αυτό που έβλεπε. Ωστόσο, ήταν νύχτα και Καλοκαίρι, ενώ δεν είχε προηγηθεί βροχή. Έτσι, αποκάλυψε στον πατέρα του την εμπειρία αυτή και εκείνος μαζί με άλλους βοσκούς μετά από τρία βράδια αντίκρισαν στην σπηλιά, όπου ξεκινούσε ο ουράνιος στύλος, την εικόνα της Παναγιάς να φεγγοβολά και να αστράφτει και ένα αναμμένο καντήλι μπροστά της. Στη συνέχεια, οι βοσκοί προσκύνησαν ευλαβικά την Χάρη Της και μετέφεραν την εικόνα στο χωριό, αφού ενημέρωσαν τον ιερέα, ενώ διαδόθηκε ταχύτατα το νέο. Εν τω μεταξύ, ο νέος με την αρχοντική καταγωγή πληροφορήθηκε το μαντάτο και έσπευσε να διαπιστώσει εάν η εικόνα ήταν η ίδια, με εκείνη που είχε μεταφέρει. Πράγματι, αφού βεβαιώθηκε έδωσε ένα φιλοδώρημα στους βοσκούς και πήρε την εικόνα για να την μεταφέρει στην εκκλησία που κατασκεύαζε. Στο δρόμο της επιστροφής έκανε μια στάση για να ξεκουραστεί και να περάσει η νύχτα. Όμως, η εικόνα έφυγε για δεύτερη φορά και επέστρεψε στην σπηλιά. Το αρχοντόπουλο θεώρησε ότι οι βοσκοί το είχαν παρακολουθήσει και άρπαξαν την πανσεβάσμια εικόνα. Όταν εκείνοι, όμως, το διαβεβαίωσαν για το αντίθετο, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Μάλιστα, το άλογο, που είχε τοποθετήσει την εικόνα έπεσε στον γκρεμό και ο νεαρός επικαλέστηκε την Μεγαλόχαρη για να το σώσει, γεγονός το οποίο συντελέστηκε. Η εικόνα, αφού ανέβηκε το βουνό, αφήνοντας το «αποτύπωμα» της ή «πατήματα της Παναγιάς» , που απαρτίζουν επτά σχήματα διαφορετικού χρώματος στον δρόμο της για τον Προυσσό, επέστρεψε στην σπηλιά. Το αρχοντόπουλο επισκέφθηκε ξανά το χωριό για μια ακόμη φορά, προκειμένου να πάρει την εικόνα. Όμως, όταν προσπάθησε να την σηκώσει, δεν μπόρεσε, τότε εκείνη απευθυνόμενη στο νέο του ανέφερε ότι είχε επιλέξει τον χώρο, όπου θα διέμενε • παράλληλα, τον ευχαρίστησε για όλα όσα είχε κάνει και τον αποδέσμευσε από κάθε ευθύνη που είχε για αυτήν. Ήταν ευπρόσδεκτος να μείνει μαζί της, αν το ήθελε, αλλά εάν πάλι δεν το επιθυμούσε δεν θα έπρεπε να λυπηθεί. Το αρχοντόπουλο, αφού απομάκρυνε όλους τους υπηρέτες του, κράτησε έναν, με τον οποίον έγιναν μοναχοί και έλαβαν τα ονόματα Διονύσιος και Τιμόθεος, δημιουργώντας έτσι την πρώτη μοναστική πολιτεία στην Ευρυτανία.
Η Μονή παρέμεινε ενεργή όλα τα χρόνια που ακολούθησαν. Το 1587 πυρκαγιά κατέστρεψε το Καθολικό του Μοναστηριού, το οποίο κτίστηκε εκ νέου και διατηρείται μέχρι σήμερα. Το 1748, η Μονή έγινε Σταυροπηγιακή. Κατά την περίοδο της Παλιγγενησίας του 1821, δημιουργήθηκε μια μεγάλη μοναστική αδελφότητα, η οποία λειτούργησε ως σχολείο για τα Ελληνόπουλα και ως στέκι για τους αγωνιστές (Λάμπρο Κατσαντώνη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Μάρκο Μπότσαρη). Μάλιστα, το πουκάμισο της Παναγιάς, που καλύπτει ολόκληρη την εικόνα έγινε με έξοδα του Στρατηγού Καραϊσκάκη σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την θέρμη, που τον ταλαιπωρούσε και από την οποία γιατρεύτηκε κατά την παραμονή του στο Μοναστήρι. Επίσης, τα αστέρια, που συμβολίζουν την αειπαρθενίαν της, καθώς και τα διακριτικά του αξιώματος του στρατηγού δωρίστηκαν από τον ίδιο. Ακόμη και τα όπλα του στρατηγού βρίσκονται στο Σκευοφυλάκιο της Μονής.
Μελανή σελίδα για το Μοναστήρι αποτέλεσε η εισβολή των Γερμανών σ’ αυτό στις 16 Αυγούστου του 1944 και η ολοσχερής καταστροφή των κτηρίων. Επίσης, την ίδια τύχη είχαν πολλά κειμήλια, σκεύη, χειρόγραφα και βιβλία, αλλά ευτυχώς όχι και η πολύτιμη εικόνα της Παναγιάς, η οποία είχε τοποθετηθεί σε κρύπτη. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει και την εκκλησία, κάτι που δεν κατάφερε όσες φορές και αν το επιχείρησε. Το «αόρατο χέρι» της Πανάχραντου Θεοτόκου τον εμπόδισε, καθώς μια δύναμη τον έριξε με ορμή στο δάπεδο την ώρα, που έδινε διαταγές.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, το έτος 1950 ξεκίνησε εκ νέου η ανοικοδόμηση της Μονής από τον ηγούμενο Γερμανό Σταθογιάννη, η οποία συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 1970 από τον τότε ηγούμενο του Μοναστηριού και μετέπειτα της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους, Γρηγόριο Ζουμή. Ο ηγούμενος Χρυσόστομος Δρόσος συνεχίζει την ανοικοδόμηση της Μονής.
Το Μοναστήρι του Προυσσού, αν και δεν εκτείνεται σε μεγάλη έκταση, κοσμείται με πολλά ωραία κτήρια. Συγκεκριμένα, το Καθολικό δεν βρίσκεται στο κέντρο της Μονής ως είθισται, αλλά στην άκρη, λόγω του γκρεμού, χωρίς να περικυκλώνεται από τα υπόλοιπα κτήρια. Το Καθολικό της είναι ενδιαφέρων ναΐσκος, σταυροειδής με τρούλο. Στα δυτικά του, στη ρίζα του βράχου, υπάρχει κρύπτη διαμορφωμένη με παρεκκλήσι, όπου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας, τύπου Οδηγήτριας, επιχρυσωμένη με αργυροεπίχρυση ένδυση. Οι σήμερα σωζόμενες τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν γύρω στο 1785. Μέσα στην κρύπτη διασώζονται στην εξωτερική πλευρά τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, ενώ εσωτερικά υπάρχουν δύο στρώματα, από τα οποία το ένα χρονολογείται στα 1518. Πολύ αξιόλογο είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της κρύπτης, που χρονολογείται στα 1810. Το Σκευοφυλάκιο της Μονής περιέχει πλήθος πολύτιμων χειρόγραφων κωδίκων, εικόνων, ιερών σκευών και βιβλίων. Στο Μοναστήρι λειτουργεί Μουσείο με μέρος των θησαυρών, όπως εικόνες από το 15ο και 16ο αι, ιερά άμφια, αργυρά και χρυσά δισκοπότηρα, χειρόγραφοι κώδικες. Έξω από την Μονή υπάρχουν δύο κάστρα αριστερά και δεξιά, οι «Πύργοι του Καραϊσκάκη». Το Ρολόι, που είναι χτισμένο απέναντι από το Μοναστήρι, πάνω σε λόφο, που πυργώνεται στο άνω μέρος της χαράδρας, ασκεί ακαταμάχητη γοητεία σ’ ένα ειδυλλιακό τόπο, που δημιουργεί στον καθένα την αίσθηση ότι ο χρόνος έχει σταματήσει.
Εξάλλου, υπάρχει και το εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, που βρίσκεται απέναντι από το Μοναστήρι, δίπλα στον χώρο στάθμευσης των αυτοκινήτων, το οποίο κτίστηκε το 1754.
Επιπλέον, σώζεται το κτήριο που στέγασε επί Τουρκοκρατίας τη «Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων», η οποία λειτούργησε στη Μονή, ενώ υπάρχουν δύο τριώροφοι ξενώνες για την φιλοξενία των προσκυνητών, εκτός από τους χώρους διαμονής των μοναχών. Επιβλητική είναι η παρουσία της κίτρινης σημαίας, η οποία κυματίζει αγέρωχα με τον βυζαντινό δικέφαλο αετό, έμβλημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που συμβόλιζε την ύπαρξη της πάνω σε δύο ηπείρους.
Η Ιερά Μονή Προυσσού είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου με κάθε θρησκευτική και εκκλησιαστική λαμπρότητα. Η Προυσιώτισσα, Μητέρα όλων των Χριστιανών και πρόμαχος «της Ελλάδος απάσης», όλους μας δέχεται στην «πλατυτέρα νεφέλης» σκέπη Της και απλόχερα μας ευεργετεί. Είναι το μόνο καταφύγιο των πιστών του Υιού Της, αρκεί και μόνο να επικαλεστούν την Χάρη Της.