Η πρώην βουλευτής
Αιτωλοακαρνανίας, με τη ΔΗΜ.ΑΡ., Νίκη
Φούντα με ανάρτησή της στο Facebook σχολιάζει την υπουργοποίηση του Φώτη Κουβέλη, εκφράζοντας την
αποστροφή της, για την εξέλιξη αυτή.
Συγκεκριμένα η Νίκη Φούντα σημειώνει:
Κάποιοι έχουμε μεγαλώσει (μας
έχουν μεγαλώσει) με την «υποχρέωση» να σεβόμαστε πολλές φορές καταστάσεις και
ανθρώπους, επειδή έτσι πρέπει σε εμάς και όχι πάντα επειδή έτσι πρέπει στις
καταστάσεις και τους ανθρώπους. Και να σιωπούμε. Αυτό πολλές φορές μπορεί να
εκληφθεί ως ένδειξη αδυναμίας. Προσωπικά, όταν είναι εφικτό και σημαντικό, το
θεωρώ ένδειξη δύναμης. Όπως δύναμη τεράστια έχει το να μην εξαρτάσαι από
κανέναν και να μη σε «κρατάει» τίποτα.
Αλλά ας πω μια ιστορία-παραμύθι,
λέγοντας για τους λιγοστούς που ίσως ενδιαφέρει, πως ένα από τα (μικρότερα)
άγχη που έχω για το παιδί μου, είναι αν θα θυμάμαι τα παραμύθια της γιαγιάς μου
να του τα πω. Γραμμένα σε κασέτα αυτά, αλλά πού να βρεις ραδιοφωνάκι πλέον...
Μεταφέρω μια νέα ιστορία, έστω γραμμένη στο facebook λοιπόν:
“Αυτό το παραμύθι αφορά μια νέα
32 ετών το 2012. Δεν είχε «μπλέξει» ποτέ με κόμματα, αν εξαιρέσουμε ένα πέρασμα
από τους μηχανικούς του Συνασπισμού το 2007, επιστρέφοντας από το εξωτερικό και
θέλοντας να «προσφέρει» κάπως. Εκεί αντί να κάνει αρχιτεκτονικές προτάσεις
βρέθηκε στο μέσο ενός πολιτικού group therapy μηχανικών και αποχώρησε μετά την
δεύτερη ή τρίτη συνάντηση.
Η νέα παρακολουθούσε χλιαρά τις
εξελίξεις και αισθάνθηκε πως «κάτι μπορεί να αλλάξει» με την αποχώρηση των
βουλευτών της μετέπειτα ΔΗΜΑΡ. Αποχώρηση. Με διατήρηση έδρας. Η νέα θεωρούσε
πως ο Φώτης Κουβέλης ήταν μακράν ο πιο σοβαρός πολιτικός. Άρχισε να ελπίζει,
όπως πολλοί άλλοι Αριστεροί, πως θα βρει κάτι να την εκφράζει. Ως τότε είχε
ψηφίσει μόνο Συνασπισμό, αλλά «δια της ατόπου απαγωγής» τα τελευταία χρόνια,
ενώ είχε αρχίσει να αισθάνεται πολιτικά "άστεγη".
Κάποιες μέρες πριν τις εκλογές
του Μάιου, η μητέρα της, στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς και υποψήφια
βουλευτής τη δεκαετία του ’90 στην Αιτωλοακαρνανία, -τότε που ο Συνασπισμός είχε
1,5% στον Νομό και που κοίμιζε τη νέα στο αυτοκίνητο στις περιοδείες της-
δέχτηκε πρόταση να κατέβει υποψήφια. Η μητέρα της αρνήθηκε. Η νέα έτυχε να
είναι Βόνιτσα για μια αρχιτεκτονική δουλειά, ενώ ζούσε στην Αθήνα και δήλωσε
πως θα κατέβει αυτή υποψήφια. Όλοι στην οικογένεια έπεσαν πάνω της να μην το
κάνει: «δεν είναι για ανθρώπους σαν εσένα αυτά», «θα στεναχωρηθείς» …και
διάφορα τέτοια…
Η νέα θα έκανε του κεφαλιού της
όπως πάντα, όλοι το ήξεραν. Και το έκανε. Με πολλή όρεξη και πάθος. Τότε,
περίεργο πώς (sic), όλοι την καλοδέχτηκαν, έχοντας στο μυαλό τους να την
στηρίξουν για να μην απογοητευτεί εντελώς. Μέρες έπειτα μάλιστα έμαθε πως στο
ίδιο ψηφοδέλτιο θα κατέβει και ο ίδιος ο Πρόεδρος. Νέες χαρές. Η «φιλοξενία»
και ο ενθουσιασμός για την ένταξη του νέου «αίματος» όμως κράτησε -και πάντα
κρατάει- όσο αυτό δεν αποτελεί απειλή. Καλό το φρέσκο λοιπόν, να δείξουμε και
στον κόσμο πως ανανεωνόμαστε και εκπροσωπούνται και οι νέοι, αλλά όχι να μας
πάρουν και τις «δουλειές»…
Γιατί στα κόμματα υπάρχουν
τυπικές και άτυπες ιεραρχίες, πολύ πιο ισχυρές από ό,τι μπορεί ποτέ να
φανταστεί κάποιος «φυσιολογικός κοινός θνητός». Και πισωμαχαιρώματα. Και
απωθημένα. Και «κληρονομικά χαρίσματα». Και δεν είναι τυχαίο που όλοι βλέπουν
τους δυνητικούς αντιπάλους τους εντός του ίδιου κόμματος και όχι εντός κάποιου
απέναντι. Και που όλοι κοιτούν τόσο δίπλα τους και όχι μπροστά τους…
Το τι ακολούθησε των εκλογών -τη
μέρα των οποίων η νέα πήγε ξέγνοιαστη μια μαγιάτικη βόλτα θεωρώντας πως έχει
κάνει το καθήκον της πριν επιστρέψει στην Αθήνα, περιμένοντας το βράδυ να
ακούσει τα exit polls, μη σκεφτόμενη τίποτα παραπάνω- το γνωρίζουν αρκετοί και
αυτοί θα κρίνουν, επειδή πια η νέα γίνεται δημόσιο πρόσωπο και πρέπει να
κρίνεται, όχι να εξιστορείται - οπότε σταματάει προσωρινά η μαγεία του
παραμυθιού. Εκεί ξεκινάει το καθήκον και το αν η νέα ήταν καλή στο δημόσιο
αξίωμά της ή όχι. Έτρεξε και δούλεψε πολύ. Δεν ενδιαφέρει κανέναν πόσες πολλές
φορές διαφώνησε, πόσες φορές έγινε δυσάρεστη, πόσες φορές ακόμη απομονώθηκε από
τους συντρόφους της. Πόσες φορές επίσης απομυθοποίησε πρόσωπα και πόσες φορές
σχεδόν κατέρρευσε. Όπως και αρκετοί άλλοι, απλά αυτή έπρεπε πάντα να
αποδεικνύει πως «δεν είναι ελέφαντας», λόγω του νεαρού της ηλικίας και φυσικά
λόγω του φύλου της. Από εκεί κ πέρα αυτό που ενδιαφέρει μόνο είναι η πολιτική
αποτελεσματικότητα του συνόλου. Που δεν ήρθε. Δεν ήρθε ποτέ η κάθαρση για να
λυτρώσει, παρά την υπερπροσπάθεια.
Εκεί που ξεκινάει πάλι η «μαγεία»
της εξιστόρησης, αφού έτσι ορίζεται το τέλος του παραμυθιού, είναι η μέρα πριν
να σταματήσει η νέα να είναι βουλευτής, πριν την τελευταία ψηφοφορία για τον
Πρόεδρο τότε της Δημοκρατίας, αφού άκουσε στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΔΗΜΑΡ
πως έχει αποφασιστεί (από έναν άνθρωπο, άντε ίσως από λιγοστούς) η προσχώρηση
στον ΣΥΡΙΖΑ. Προσχώρηση και ένταξη, όχι συνεργασία. Με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι συναντήσεις είχαν γίνει, τα χέρια δόθηκαν (σε υποσχέσεις που τότε ποτέ δεν
κρατήθηκαν μετέπειτα), χωρίς ψηφοφορίες και κουραφέξαλα. Σαν να μην υπήρξε ποτέ
ΔΗΜΑΡ κ όλα όσα μεσολάβησαν.
Για την νέα ακολούθησε η αρνητική
ψήφος στην ψηφοφορία του ΠτΔ, με μια ανεξαρτητοποίηση απέναντι στην ένταξη στον
ΣΥΡΙΖΑ και όχι απέναντι στην ψηφοφορία, μιας ψηφοφορίας που η ψήφος καθορίστηκε
από την άρνηση τότε του κ. Σαμαρά να δεχτεί πως πρέπει να κάνει στην άκρη για το
κοινό καλό. Η ψήφος αυτή στοιχειώνει ακόμη την νέα, μιας και οι αναπάντεχα
τραγικοί χειρισμοί Τσίπρα-Βαρουφάκη πήγαν την χώρα πολλά βήματα πίσω… Αλλά
εκείνη τότε θεωρούσε πως πρέπει, για το καλό της χώρας της, η πολιτική ζωή να
αλλάξει σελίδα…
Μετά από όλα αυτά, το ποιος
φεύγει λοιπόν, το πού πάει, το πού συνεχίζει το παραμύθι του, σε ένα παραμύθι
(=ΔΗΜΑΡ) που έχει τελειώσει, είναι μάλλον ασήμαντο. Όπως και το πόσο άντεξε
κάποιος να μη φύγει, να μην τα παρατήσει. Μιας και όλοι κάπου συνέχισαν – ακόμα
και στο σπίτι τους. Το θέμα είναι το πώς βρέθηκε το παραμύθι να τελειώνει. Και
τι τεράστια «συγγνώμη» χρωστάνε όλοι – η νέα του παραμυθιού αλλά και κάποιοι
περισσότερο- σε ανθρώπους εκεί έξω που ξαναπίστεψαν στα παραμύθια πριν τον Μάιο
του 2012.
Παρά τις κατραπακιές της νέας,
είμαι σίγουρη πως συνεχίζει να πιστεύει στα παραμύθια. Και συνεχίζει τη ζωή της
μακριά από θεσούλες και τακτοποιήσεις, που δεν πρέπουν ούτε στους καιρούς μας,
ούτε και γενικότερα. Σε αντίθεση με άλλους, επέστρεψε στην εργασία της, δεν
διεκδίκησε τίποτα παραπάνω ή λιγότερο, προσπαθώντας να μην ασκήσει κριτική όταν
δεν πρέπει, γνωρίζοντας πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα από μέσα, αδυνατώντας
όμως ταυτόχρονα να δεχτεί και τα παράλογα και αναξιοπρεπή. Αδυνατώντας να
δεχτεί την κοροϊδία και την υποκρισία και τον λαϊκισμό που δυστυχώς υπάρχουν
διάχυτα.
Με την χτεσινή υπουργοποίηση του
κ. Κουβέλη έκλεισε λοιπόν ένας κύκλος και το παραμύθι οριστικά –δίπλα στην
τελεία μπήκε και μια παύλα. Υπόσχεση μία: Στο επόμενο παραμύθι ενδεχομένως που θα
είμαστε περισσότερο έμπειρες και ψυλλιασμένες, και η νέα και εγώ, την κατάλληλη
στιγμή να παλέψουμε για μια άλλη συνέχεια ή για ένα άλλο τέλος. Για να έχουμε
να πούμε διαφορετικά παραμύθια στα παιδιά μας, όχι τέτοια που τελειώνουν με
καταστροφές και δεν είναι για μικρά παιδιά, αλλά μόνο από τα άλλα, εκείνα που
είναι γεμάτα με ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον.”