Γράφει ο Γιάννης Δακαλάκης
Έφυγε από τη ζωή, το πρωί της Κυριακής, σε ηλικία 73 ετών, ο Λυκούργος Αγγελόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές, δασκάλους και ερμηνευτές της βυζαντινής μουσικής. Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλίας το 1941. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και βυζαντινή μουσική, κυρίως με τον Σίμωνα Καρά. Από το 1982, ήταν πρωτοψάλτης της Αγίας Ειρήνης (πρώτης Μητρόπολης Αθηνών), ιδρυτής και διευθυντής της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας, με την οποία έχει εκδώσει και αρκετούς δίσκους σε Ελλάδα και Γαλλία, ενώ έχει πραγματοποιήσει πάνω από χίλιες συναυλίες σε Ευρώπη, Αμερική, Ασία και Αφρική.
Δίδασκε βυζαντινή μουσική στο Ωδείο Αθηνών και στα Ωδεία «Φίλιππος Νάκας» και «Νίκος Σκαλκώτας» και ήταν διευθυντής στις σχολές βυζαντινής μουσικής των Ι. Μ. Ηλείας, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και Φθιώτιδος. Από το 1978, συνεργαζόταν με την ΕΡΑ στις εκπομπές «Εκκλησιαστικοί Βυζαντινοί Ύμνοι» και «Από την Ορθόδοξη και ανατολική μουσική παράδοση», μέσα από τις οποίες έχει παρουσιάσει σπάνιο υλικό, μελέτες, συνεντεύξεις και άλλα.
Ο Λυκούργος Αγγελόπουλος είχε ασχοληθεί και με τη σύγχρονη μουσική, ερμηνεύοντας έργα των Μιχάλη Αδάμη, Δημήτρη Τερζάκη, John Tavener, Κυριάκου Σφέτσα, Θ. Αντωνίου, Γ. Κυριακάκη και άλλων. Συμμετείχε δε στην ερευνητική ομάδα του Marcel Pérès και στο Ensemble Organum του ιδίου, με το οποίο έχει ηχογραφήσει οκτώ δίσκους.
Το 1994, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαίος του απένειμε το οφίκιο του Άρχοντος Πρωτοψάλτου της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως. Έχει επίσης, τιμηθεί από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, από την Εκκλησία της Φιλανδίας, ενώ η σεπτή Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος του είχε απονείμει την ευαρέσκειά της και τον Χρυσούν Σταυρόν του Αποστόλου Παύλου (2006). Ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, του απένειμε, το 2004, την τιμητική διάκριση του Αργυρού Σταυρού του τάγματος του Φοίνικος.
Η Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία (ΕΛΒΥΧ) που είναι δημιούργημά του, είναι ίσως η διασημότερη Βυζαντινή χορωδία στον κόσμο και είναι σίγουρα η χορωδία με τις περισσότερες συναυλίες στην ιστορία (πάνω από 1000!), πολλές ηχογραφήσεις και μερικές αξιόλογες δημοσιεύσεις. Ιδρύθηκε το 1977 με σκοπό να παρουσιάσει στο ευρύ κοινό την παραδοσιακή Βυζαντινή Μουσική, όπως αυτή διατηρήθηκε μέχρι σήμερα μέσω της προφορικής και γραπτής παράδοσης. Η χορωδία επίσης προσπαθεί να διαφυλάξει τη γνήσια Βυζαντινή παράδοση και να την αποδεσμεύσει από την επίδραση της Δυτικής μουσικής, από την οποία κινδύνευσε να αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τον 19ο και 20ο αιώνα έως τώρα.
Για το λόγο αυτό, στα 30 χρόνια ζωής της, η χορωδία έχει λάβει μέρος σε περισσότερα από 1000 κονσέρτα, σε λειτουργίες και άλλες ακολουθίες στην Ελλάδα και σε 22 άλλες χώρες στην Ευρώπη, Ασία Αμερική και Αφρική. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι αγρυπνίες στο Όρος Σινά (1983), στην Κολωνία (1985), στο Μέγα Σπήλαιον (1987), στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου Αγ. Όρους (1995, 1997) και στον καθεδρικό ναό του Αγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης (1993). Η χορωδία έχει συμμετάσχει σε πολλά διεθνή φεστιβάλ καθώς και στα Φεστιβάλ της Αθήνας και της Επιδαύρου το 1987. Από το 1989 μέχρι το 1991 εμφανίστηκε κάθε χρόνο στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Έχει πάρει μέρος στην πρεμιέρα του έργου "Ροδανόν" του συνθέτη σύγχρονης μουσικής Μιχάλη Αδάμη. Έχει επίσης παρουσιάσει αποσπάσματα από την αρχαία Ελληνική και Παλαιορωμαϊκή μουσική. Ακόμα παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Αθηνών το 1991 και κάθε χρόνο από το 1995 ως το 1998 και άλλες φορές έως πρόσφατα.
Η χορωδία έχει ηχογραφήσει και δημοσιεύσει πολλές κασσέτες και τουλάχιστον 8 ψηφιακούς δίσκους τους πιο πολλούς από αυτούς δημοσιευμένους στη Γαλλία. Από το 1990 άρχισε την ηχογράφηση του έργου του Μαίστορος Ιωάννη του Κουκουζέλη και το 1995 δημοσίευσε ένα βιβλίο με επιλογή έργων του Κουκουζέλη.
Τον αείμνηστο Λυκούργο τον γνώρισα πριν πολλά χρόνια όταν βρέθηκε στο Μεσολόγγι προκειμένου να ηχογραφήσει μαθήματα του μεγάλου Α/ψάλτη Αρχιδιακόνου Ανθίμου με εκτελεστές τους αείμνηστους Α/ψάλτες της περιοχής μας. Έκτοτε διατηρήσαμε μια μεγάλη φιλία βασισμένη στην αγάπη και των δύο μας στην εκκλησιαστική μουσική παράδοση. Υπήρξε μια μεγάλη φυσιογνωμία στην εκκλησιαστική παράδοση της εκκλησίας μας και το κενό που αφήνει θα είναι δυσαναπλήρωτο. Αγαπητός και αξιοσέβαστος στους συναδέλφους του ιεροψάλτες, στον ιερό κλήρο, στην ανωτέρα και ανωτάτη εκκλησιαστική ιεραρχία. Δεν ασχολήθηκε με τις μικρότητες που κατατρύχουν τους ανθρώπους που προσπαθούν να διακρίνουν ατέλειες και ελλείψεις σε κάθε μεγάλη προσπάθεια. Παράβλεψε όλα όσα μπορεί να μας χωρίζουν και δόθηκε ολόκληρος στην αγάπη προς όλους όσους υπηρέτησαν και υπηρετούν την εκκλησία και τη μουσική παράδοση. Το έργο του θα είναι το «Ευαγγέλιο» της μουσικής όπως μας την παρέδωσαν οι μεγάλοι μαΐστορες αυτής της τέχνης από τον 4ο μ.Χ. αιώνα μέχρι σήμερα.