Ήταν αρχόντισσα η Δάφνη, ψηλή και
όμορφη, με εκείνη την απόμακρη ομορφιά της θλίψης και του μεγαλείου. Ωραία,
θλιμμένη κι αρχόντισσα. Κρατούσε μέσα της τη θλίψη του χαλασμού, που έγινε πριν
πολλά-πολλά χρόνια και που ακόμα σημάδευε το βήμα της.
Κάθε χρόνο, την ημέρα εκείνη της
ανάμνησης του χαλασμού, ντυνόταν με το άσπρο φουστάνι της, έδενε τα μαλλιά της
σε έναν αρχαιοελληνικό κότσο που την έκανε να μοιάζει με ηρωίδα αρχαίας
τραγωδίας, έβαζε μόνο στολίδι δυο μικρά μαργαριταρένια σκουλαρίκια και καθόταν
στο σαλόνι της περιμένοντας εκείνους που ακόμα θυμούνται. Κι εκείνοι ερχόταν
όλοι, και κάθονταν όλοι μαζί κι έλεγαν ιστορίες του χαλασμού κι αναδύονταν
θύμησες, και κάπου-κάπου στην κορύφωση, ξεκινούσε κι ένα μοιρολόγι, που ακόμα
και σε αυτούς που δεν ήξεραν, προκαλούσε ρίγη συγκίνησης και τους έκανε να
θρηνήσουν τους νεκρούς, να εμπνευστούν και ν’ αναζητήσουν τι έγινε τότε.
Κι αυτό γινόταν κάθε χρόνο. Και
κάθε χρόνο ίδια συγκίνηση, και κάθε χρόνο το ίδιο λευκό φουστάνι και το λευκό
μαργαριταρένιο σκουλαρίκι κι ο κότσος ο αρχαιοελληνικός, και κάθε χρόνο μέσα
στη μεγάλη σάλα, χωρίς περιττά στολίδια χωρίς πανηγυρισμούς, έτσι, λιτά και
πένθιμα.
Και τα χρόνια πέρασαν και ο
κόσμος άλλαζε σιγά-σιγά ολόγυρα. Ήρθαν κάποιοι και της είπαν πως πολύς κόσμος
θέλει να μάθει για το χαλασμό και πώς πρέπει οι άνθρωποι να τη γνωρίσουν και να
ακούσουν τις ιστορίες και τις διηγήσεις της και πως πρέπει να ανοίξει τη σάλα
της και να τους δεχτεί. Και η Δάφνη είπε ναι, γιατί ήθελε να κρατηθεί η μνήμη
και να μάθουν οι άνθρωποι και να διδαχτούν από τα γεγονότα του χαλασμού κι από
τις πράξεις εκείνων, τις γεμάτες ανδρεία και θάνατο, Ανάληψη και ζωή.
Όμως, της είπαν, για να σε
καταλαβαίνουν και για να σε ακούν πρέπει να κι εσύ ν’ αλλάξεις γιατί είσαι πολύ
θλιμμένη μ’ αυτό το λευκό φουστάνι, το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι και τον
αρχαιοελληνικό κότσο. Πρέπει να βάλεις πάνω σου ένα σάλι πολύχρωμο, ένα
σκουλαρίκι χρυσό και δαχτυλίδια, και ν’ αφήσεις τα μαλλιά σου κάτω λυτά κι
ανέμελα, για να φαίνεσαι λιγότερο θλιμμένη, λιγότερο απόμακρη. Κι ύστερα πρέπει
να φροντίσουμε τη σάλα, να φέρουμε λουλούδια, πολλά λουλούδια. Και μετά
μουσική, για να γεμίσει η εικόνα. Μα μουσική; Διαμαρτυρήθηκε μέσα της η Δάφνη.
Μουσική σε ένα τέτοιο μνημόσυνο; Αλλά, κατέληξε, τι ξέρω εγώ, μια απλή γυναίκα,
αυτοί ξέρουν καλύτερα.
Ήρθε η μέρα, σηκώθηκε η Δάφνη από
το κρεβάτι, ντύθηκε με το λευκό φουστάνι, έβαλε τα χρυσά σκουλαρίκια, φόρεσε
και τα δαχτυλίδια, άφησε τα μαλλιά της λυτά στους ώμους, έριξε το πολύχρωμο
σάλι πάνω της και κατέβηκε στη σάλα να περιμένει. Η σάλα ήταν αλλιώτικη:
πάμφωτη, λαμπερή, γεμάτη λουλούδια και μουσικές τόσο δυνατές που σε κούφαιναν.
Τόσο δυνατές που δεν μπορούσες ν’ ακούσεις ούτε τη σκέψη σου! Κι έμεινε βουβή
και άφωνη.
Κι ο κόσμος άρχισε να έρχεται,
πλήθος, και να μπαίνει στη σάλα σε σειρές, με ενθουσιασμό και πάθος, και με τις
κάμερες στο χέρι. Κι η Δάφνη χάθηκε στον όχλο, και η ματιά της θόλωσε από τις
αστραπές των φλας, και τα αυτιά της βούλωσαν απ’ τους αλαλαγμούς του πλήθους. Ο
θόρυβος, τα χρώματα, η ένταση δεν άφηναν να ακουστούν οι σκέψεις, δεν άφηναν να
σχηματιστούν τα συναισθήματα...
Η Δάφνη έμεινε εκεί ακούνητη κι
αμίλητη μέχρι που τέλειωσε όλο αυτό και τότε ανέβηκε στην κάμαρά της και ξάπλωσε.
Κι έμεινε ώρες θρηνώντας μέσα της
βουβά, όχι μόνο για το χαλασμό αυτή τη φορά,
αλλά για τους ανθρώπους: για την απληστία τους να καταναλώσουν και για
την αδυναμία τους να κατανοήσουν και να εμπνευστούν.
Και τα δάκρυα κατέβηκαν απ’ την
ψυχή της, στα μάτια της, και το κλάμα της ανέβηκε θυμίαμα στον ουρανό κι
αγαλλίασαν οι ψυχές.
BARTHOLDY