Γράφει ο Παναγιώτης Κατσούλης
Εκπαιδευτικός - Αντινομάρχης Αιτωλοακαρνανίας
Ουδείς οραματικός καλλιτέχνης – αρχιτέκτονας, ακόμη και εκείνος της αρχαίας Ελλάδας, δεν κατάφερνε στην αρχική παρουσίαση ενός καινοτόμου έργου του να αποκλείσει τα ψεγάδια και τις αποκλίσεις από την πρωταρχική διανοητική του σύλληψη. Ο μόνος τρόπος περιορισμού των σφαλμάτων του ήταν η άποψη των άλλων, αρκεί βέβαια να είχε την ικανότητα να την λαμβάνει υπ’ όψιν του και όχι απλά να την ακούει.
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου τολμά και δείχνει με τη μέχρι τώρα συνολική της πολιτική πως αντιλαμβάνεται αφ’ ενός μεν το μέγεθος και το βάθος του προβλήματος και αφετέρου πως έχει καταστεί συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών ότι δεν μπορεί να αναβληθεί άλλο η επίλυσή του. Αναφέρομαι φυσικά στο πρόβλημα του ελληνικού κράτους. Σ’ αυτό το υπερσυγκεντρωτικό, το σπάταλο, το διεφθαρμένο, το γραφειοκρατικό, το αναποτελεσματικό κράτος, αυτό που πρέπει ν’ αλλάξει ριζικά και όχι να τοποθετηθεί στη θέση του ένα άλλο, «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του, δήθεν αποκεντρωμένο και αυτοδιοικούμενο και βέβαια σε ελλειπτική σχέση με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος.
Η νέα «καλλικράτεια αρχιτεκτονική» σε αυτό αποσκοπεί και εκεί αυστηρά θα κριθεί. Το κείμενο γενικών αρχών και θεωρητικών διακηρύξεων που πρόσφατα παρουσιάστηκε είναι τολμηρό και αποτελεί θετικό υπόδειγμα σε σχέση με την πολιτική που θα ακολουθηθεί στην αυτοδιοίκηση. Όμως διακατέχεται από ορισμένες πολιτικές ατολμίες, οι οποίες φρονώ πως τώρα είναι η κατάλληλη ώρα να επισημανθούν και αυτό θα πράξω για τις βασικότερες εξ αυτών μέσω τούτου του κειμένου.
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου τολμά και δείχνει με τη μέχρι τώρα συνολική της πολιτική πως αντιλαμβάνεται αφ’ ενός μεν το μέγεθος και το βάθος του προβλήματος και αφετέρου πως έχει καταστεί συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών ότι δεν μπορεί να αναβληθεί άλλο η επίλυσή του. Αναφέρομαι φυσικά στο πρόβλημα του ελληνικού κράτους. Σ’ αυτό το υπερσυγκεντρωτικό, το σπάταλο, το διεφθαρμένο, το γραφειοκρατικό, το αναποτελεσματικό κράτος, αυτό που πρέπει ν’ αλλάξει ριζικά και όχι να τοποθετηθεί στη θέση του ένα άλλο, «κατ’ εικόνα και ομοίωσή» του, δήθεν αποκεντρωμένο και αυτοδιοικούμενο και βέβαια σε ελλειπτική σχέση με την προστασία του δημόσιου συμφέροντος.
Η νέα «καλλικράτεια αρχιτεκτονική» σε αυτό αποσκοπεί και εκεί αυστηρά θα κριθεί. Το κείμενο γενικών αρχών και θεωρητικών διακηρύξεων που πρόσφατα παρουσιάστηκε είναι τολμηρό και αποτελεί θετικό υπόδειγμα σε σχέση με την πολιτική που θα ακολουθηθεί στην αυτοδιοίκηση. Όμως διακατέχεται από ορισμένες πολιτικές ατολμίες, οι οποίες φρονώ πως τώρα είναι η κατάλληλη ώρα να επισημανθούν και αυτό θα πράξω για τις βασικότερες εξ αυτών μέσω τούτου του κειμένου.
Ποιες είναι αυτές;
1ον) Διατηρούνται οι μορφές περιφερειακής κρατικής αποσυγκέντρωσης. Αναφέρομαι στις 6-7 νέες κρατικές υπέρ –περιφέρειες, οι οποίες χαρακτηρίζονται στο κείμενο ως «αποκεντρωμένη κρατική διοίκηση». Αν θεσμοθετηθούν είναι πολύ πιθανό να επανεμφανιστούν τα τωρινά προβλήματα δυσλειτουργίας δήμων – Νομαρχιών – Περιφερειών, τα οποία μπορούν να αποβούν καταστροφικά εν όψει και της ήδη καθυστερημένης διαχείρισης του ΕΣΠΑ 2007 – 2013.
2ον) Δεν αλλάζει η σύνθεση και τα γεωγραφικά όρια των σημερινών περιφερειών, παρ’ όλο που ορισμένες εξ αυτών έχουν κατά κοινή ομολογία χαρακτηρισθεί ως ανομοιογενείς και «προβληματικές» για να «σηκώσουν» το βάρος της νέας διοικητικής αρχιτεκτονικής και ενώ τα συνέδρια και οι αποφάσεις της ΕΝΑΕ επιζητούν μια νέα περιφερειακή δομή.
3η) Εξακολουθεί να υφίσταται η σύγχυση και η διάχυση αρμοδιοτήτων στην ιδιότυπη τριγωνική σχέση «κεντρικό κράτος – αιρετή περιφέρεια – διορισμένη περιφέρεια». Συγκεκριμένα αναφέρεται πως «οι Περιφερειακές Αυτοδιοικήσεις αναλαμβάνουν τις υπηρεσίες, τις αρμοδιότητες, τους πόρους των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που καταργούνται, εκτός από εκείνες που μεταφέρονται στους δήμους…με εξαίρεση εκείνες οι οποίες πρέπει να παραμείνουν στα αποκεντρωμένα όργανα του κράτους χάριν της ενότητας της κρατικής πολιτικής σε ολόκληρη την επικράτεια, όπως τα θέματα της χωροταξίας – πολεοδομίας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της δασικής ή της μεταναστευτικής πολιτικής». Η παραπάνω θέση βρίσκεται σε αντίφαση με άλλες θέσεις του κειμένου, όπου ορθά θεωρείται η νέα περιφερειακή δομή ως «ο βασικός πυλώνας του αναπτυξιακού προγραμματισμού», αλλά και γίνεται σωστός εντοπισμός των «προβληματικών αρμοδιοτήτων» των τωρινών Νομαρχιών, όταν αναφέρεται πως «οι αρμοδιότητες που δόθηκαν στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ήταν εξ αρχής σε μεγάλο βαθμό γραφειοκρατικού – διεκπεραιωτικού χαρακτήρα».
4η) Στο ζήτημα των πόρων είναι θετικές οι διατυπώσεις για «αναδιάταξη των πόρων του κρατικού προϋπολογισμού, ώστε συγκεκριμένο ποσοστό να στηρίξει τη Νέα Αρχιτεκτονική», καθώς και για την «κοστολόγηση εκ των προτέρων των μεταφερόμενων αρμοδιοτήτων». Όμως το μοναδικό εντός του κειμένου μετρήσιμο σκέλος - αυτό δηλαδή των 4 δις € της μετεξέλιξης του προγράμματος «ΘΗΣΕΑ» σε «ΕΛΛΑΔΑ» - συνυπολογίζοντας σε αυτό το ποσό και τη χρηματοδοτική υποστήριξη της νέας Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης καθίσταται φανερό πως οι προτεινόμενοι πόροι δεν επαρκούν.
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει πολιτικός χρόνος για αποσαφηνίσεις και διορθώσεις. Όταν ορθά γίνεται λόγος για «μεταρρύθμιση μόνιμου χαρακτήρα», τότε οι διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις είναι αναγκαίες. Η νέα αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας δεν μπορεί να γίνει με τα παλαιά και κατεδαφιστέα υλικά και η χώρα σε μια περίοδο που ο κοινωνικός και οικονομικός της ιστός είναι αποδιαρθρωμένος χρειάζεται συνεκτικές και αποτελεσματικές πολιτικές.
Εξ άλλου δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι η αρχιτεκτονική του Καλλικράτη σχετίζονταν με ενοποιήσεις χώρων αρχαιολογικής σημασίας και όχι με διοικητικές οντότητες που σχετίζονται άμεσα με την ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
1ον) Διατηρούνται οι μορφές περιφερειακής κρατικής αποσυγκέντρωσης. Αναφέρομαι στις 6-7 νέες κρατικές υπέρ –περιφέρειες, οι οποίες χαρακτηρίζονται στο κείμενο ως «αποκεντρωμένη κρατική διοίκηση». Αν θεσμοθετηθούν είναι πολύ πιθανό να επανεμφανιστούν τα τωρινά προβλήματα δυσλειτουργίας δήμων – Νομαρχιών – Περιφερειών, τα οποία μπορούν να αποβούν καταστροφικά εν όψει και της ήδη καθυστερημένης διαχείρισης του ΕΣΠΑ 2007 – 2013.
2ον) Δεν αλλάζει η σύνθεση και τα γεωγραφικά όρια των σημερινών περιφερειών, παρ’ όλο που ορισμένες εξ αυτών έχουν κατά κοινή ομολογία χαρακτηρισθεί ως ανομοιογενείς και «προβληματικές» για να «σηκώσουν» το βάρος της νέας διοικητικής αρχιτεκτονικής και ενώ τα συνέδρια και οι αποφάσεις της ΕΝΑΕ επιζητούν μια νέα περιφερειακή δομή.
3η) Εξακολουθεί να υφίσταται η σύγχυση και η διάχυση αρμοδιοτήτων στην ιδιότυπη τριγωνική σχέση «κεντρικό κράτος – αιρετή περιφέρεια – διορισμένη περιφέρεια». Συγκεκριμένα αναφέρεται πως «οι Περιφερειακές Αυτοδιοικήσεις αναλαμβάνουν τις υπηρεσίες, τις αρμοδιότητες, τους πόρους των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που καταργούνται, εκτός από εκείνες που μεταφέρονται στους δήμους…με εξαίρεση εκείνες οι οποίες πρέπει να παραμείνουν στα αποκεντρωμένα όργανα του κράτους χάριν της ενότητας της κρατικής πολιτικής σε ολόκληρη την επικράτεια, όπως τα θέματα της χωροταξίας – πολεοδομίας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της δασικής ή της μεταναστευτικής πολιτικής». Η παραπάνω θέση βρίσκεται σε αντίφαση με άλλες θέσεις του κειμένου, όπου ορθά θεωρείται η νέα περιφερειακή δομή ως «ο βασικός πυλώνας του αναπτυξιακού προγραμματισμού», αλλά και γίνεται σωστός εντοπισμός των «προβληματικών αρμοδιοτήτων» των τωρινών Νομαρχιών, όταν αναφέρεται πως «οι αρμοδιότητες που δόθηκαν στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ήταν εξ αρχής σε μεγάλο βαθμό γραφειοκρατικού – διεκπεραιωτικού χαρακτήρα».
4η) Στο ζήτημα των πόρων είναι θετικές οι διατυπώσεις για «αναδιάταξη των πόρων του κρατικού προϋπολογισμού, ώστε συγκεκριμένο ποσοστό να στηρίξει τη Νέα Αρχιτεκτονική», καθώς και για την «κοστολόγηση εκ των προτέρων των μεταφερόμενων αρμοδιοτήτων». Όμως το μοναδικό εντός του κειμένου μετρήσιμο σκέλος - αυτό δηλαδή των 4 δις € της μετεξέλιξης του προγράμματος «ΘΗΣΕΑ» σε «ΕΛΛΑΔΑ» - συνυπολογίζοντας σε αυτό το ποσό και τη χρηματοδοτική υποστήριξη της νέας Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης καθίσταται φανερό πως οι προτεινόμενοι πόροι δεν επαρκούν.
Σε κάθε περίπτωση υπάρχει πολιτικός χρόνος για αποσαφηνίσεις και διορθώσεις. Όταν ορθά γίνεται λόγος για «μεταρρύθμιση μόνιμου χαρακτήρα», τότε οι διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις είναι αναγκαίες. Η νέα αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας δεν μπορεί να γίνει με τα παλαιά και κατεδαφιστέα υλικά και η χώρα σε μια περίοδο που ο κοινωνικός και οικονομικός της ιστός είναι αποδιαρθρωμένος χρειάζεται συνεκτικές και αποτελεσματικές πολιτικές.
Εξ άλλου δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, ότι η αρχιτεκτονική του Καλλικράτη σχετίζονταν με ενοποιήσεις χώρων αρχαιολογικής σημασίας και όχι με διοικητικές οντότητες που σχετίζονται άμεσα με την ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
Μεσολόγγι, 20 Ιανουαρίου 2010