Γράφει η Ιωάννα Κολοβού
Μπορεί κάποιος, άραγε, που δεν είναι ζωγράφος να μιλήσει μέσα από τα χρώματα; Μπορεί ένας τεχνίτης –ας πούμε του λόγου- να χρωματίσει τις εποχές;
Φαίνεται πως γίνεται, αν σκεφτούμε πως ο Αρθούρος Ρεμπώ μετέφρασε τα φωνήεντα σε χρώματα: «Α μαύρο, Ι κόκκινο, Υ πράσινο, Ο γαλάζιο: θα μιλήσω μια μέρα για την κρυφή γέννησή σας». Το μικρό αυτό κείμενο το διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα στο βιβλίο της Ακακίας Κορδόση «Απ’ το ροζ ως το κόκκινο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Το βιβλίο της πολυβραβευμένης συγγραφέως Ακακίας Κορδόση αφηγείται την ιστορία ενός έρωτα. Με όλες τις παραμέτρους, από το αρχικό σκίρτημα ως την κορύφωση και ως την προδοσία. Φόντο της ιστορίας, κάποια τοπία μακρινά, χαμένα μέσα στο χρόνο. Τοπία ελληνικά, στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, με θέα τα ακίνητα νερά μιας λιμνοθάλασσας. Χρόνος και τόπος σε άμεση σύνδεση. Και αν πατρίδα μας είναι, όπως λένε, η παιδική ηλικία, τότε η συγγραφέας μάς ξεναγεί στην πατρίδα των ηρώων της. Μιλάμε για ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό; Για μια εκ βαθέων εξομολόγηση που οδηγεί στη λύτρωση; Αυτό η Ακακία Κορδόση μόνο υπαινικτικά αφήνει να το διαγνώσουμε.
Το μυθιστόρημα, λοιπόν, «Απ’ το ροζ ως το κόκκινο» είναι αλήθεια πως ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στο μελό και το ανάλαφρο βιβλίο παραλίας, και δεν είναι αναγκαστικά κατακριτέο αυτό. Ωστόσο, παραμένει με μοναδική μαεστρία και αριστοτεχνική δεξιότητα στο ζητούμενο. Και το ζητούμενο είναι κατ’ αρχήν η απόσταση. Η συγγραφέας κρατάει ηθελημένα μια αποστασιοποιημένη θέση, αφαιρώντας περιττά στολίδια και ακραίους σχολιασμούς.
Το εντυπωσιακό, όμως, του βιβλίου είναι ότι αυτή η δεξιοτεχνία δεν είναι εξεζητημένη. Δεν είναι μόνο άσκηση γραφής, πηγάζει από κάπου βαθιά, πηγάζει ανεμπόδιστα.
Τελικά το βιβλίο δεν είναι παρά ένας ύμνος στη ζωή και στον άνθρωπο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο. Θα προσθέταμε πως είναι ένα ύμνος στο «θεό των μικρών πραγμάτων», των πολύτιμων καθημερινών στιγμών, από τις οποίες αγκιστρώνεται ο άνθρωπος όταν κάποια μεγάλα έχουν γκρεμιστεί. Την εικόνα του γκρεμίσματος, την αίσθηση του κενού που χάσκει, τα ερείπια, τα συναντάμε συχνά μέσα στο βιβλίο. Γκρεμίζεται ένα όνειρο. Αποκαλύπτεται μια αυταπάτη. Ένας έρωτας οδηγείται οδυνηρά σε αδιέξοδο.
Στη σελίδα 81 η αποκάλυψη της κρυφής ζωής του άντρα «…Άλλωστε τα γκρεμίσματα που γίνονται μέσα μας δεν κάνουν θόρυβο, ούτε βγάζουν κουρνιαχτό. Κατακάθονται σιωπηλά πάνω σε μια παγωμένη ξαφνικά σκέψη και ψυχή. Μια ψυχή που αργά και αργότερα αρχίζει να ζεσταίνεται, όχι όμως για να ζωντανέψει αλλά για να μπει στο μαρτύριο…». Στη σελίδα 102 διαβάζουμε: «…Ένα οικοδόμημα από εντυπώσεις, από αισθήματα, από ιδανικά κι από θαυμασμό κατέρρεε μέσα μου…».
Φαίνεται πως γίνεται, αν σκεφτούμε πως ο Αρθούρος Ρεμπώ μετέφρασε τα φωνήεντα σε χρώματα: «Α μαύρο, Ι κόκκινο, Υ πράσινο, Ο γαλάζιο: θα μιλήσω μια μέρα για την κρυφή γέννησή σας». Το μικρό αυτό κείμενο το διαβάζουμε στην πρώτη σελίδα στο βιβλίο της Ακακίας Κορδόση «Απ’ το ροζ ως το κόκκινο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λιβάνη.
Το βιβλίο της πολυβραβευμένης συγγραφέως Ακακίας Κορδόση αφηγείται την ιστορία ενός έρωτα. Με όλες τις παραμέτρους, από το αρχικό σκίρτημα ως την κορύφωση και ως την προδοσία. Φόντο της ιστορίας, κάποια τοπία μακρινά, χαμένα μέσα στο χρόνο. Τοπία ελληνικά, στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, με θέα τα ακίνητα νερά μιας λιμνοθάλασσας. Χρόνος και τόπος σε άμεση σύνδεση. Και αν πατρίδα μας είναι, όπως λένε, η παιδική ηλικία, τότε η συγγραφέας μάς ξεναγεί στην πατρίδα των ηρώων της. Μιλάμε για ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό; Για μια εκ βαθέων εξομολόγηση που οδηγεί στη λύτρωση; Αυτό η Ακακία Κορδόση μόνο υπαινικτικά αφήνει να το διαγνώσουμε.
Το μυθιστόρημα, λοιπόν, «Απ’ το ροζ ως το κόκκινο» είναι αλήθεια πως ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στο μελό και το ανάλαφρο βιβλίο παραλίας, και δεν είναι αναγκαστικά κατακριτέο αυτό. Ωστόσο, παραμένει με μοναδική μαεστρία και αριστοτεχνική δεξιότητα στο ζητούμενο. Και το ζητούμενο είναι κατ’ αρχήν η απόσταση. Η συγγραφέας κρατάει ηθελημένα μια αποστασιοποιημένη θέση, αφαιρώντας περιττά στολίδια και ακραίους σχολιασμούς.
Το εντυπωσιακό, όμως, του βιβλίου είναι ότι αυτή η δεξιοτεχνία δεν είναι εξεζητημένη. Δεν είναι μόνο άσκηση γραφής, πηγάζει από κάπου βαθιά, πηγάζει ανεμπόδιστα.
Τελικά το βιβλίο δεν είναι παρά ένας ύμνος στη ζωή και στον άνθρωπο, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο. Θα προσθέταμε πως είναι ένα ύμνος στο «θεό των μικρών πραγμάτων», των πολύτιμων καθημερινών στιγμών, από τις οποίες αγκιστρώνεται ο άνθρωπος όταν κάποια μεγάλα έχουν γκρεμιστεί. Την εικόνα του γκρεμίσματος, την αίσθηση του κενού που χάσκει, τα ερείπια, τα συναντάμε συχνά μέσα στο βιβλίο. Γκρεμίζεται ένα όνειρο. Αποκαλύπτεται μια αυταπάτη. Ένας έρωτας οδηγείται οδυνηρά σε αδιέξοδο.
Στη σελίδα 81 η αποκάλυψη της κρυφής ζωής του άντρα «…Άλλωστε τα γκρεμίσματα που γίνονται μέσα μας δεν κάνουν θόρυβο, ούτε βγάζουν κουρνιαχτό. Κατακάθονται σιωπηλά πάνω σε μια παγωμένη ξαφνικά σκέψη και ψυχή. Μια ψυχή που αργά και αργότερα αρχίζει να ζεσταίνεται, όχι όμως για να ζωντανέψει αλλά για να μπει στο μαρτύριο…». Στη σελίδα 102 διαβάζουμε: «…Ένα οικοδόμημα από εντυπώσεις, από αισθήματα, από ιδανικά κι από θαυμασμό κατέρρεε μέσα μου…».
Τα χρώματα της παιδικής ηλικίας
Το βιβλίο στηρίζεται σε δύο άξονες. Κάποιες φορές οι άξονες διασταυρώνονται. Δύο ιστορίες που «πλέκονται» και μπλέκονται. Στην πραγματικότητα είναι η ίδια ιστορία. Η ιστορία της Άννας από τότε που θυμάται τον εαυτό της –κάπου εκεί στα τρία-τέσσερα χρόνια- μέχρι την οδυνηρότατη τελικά συνειδητοποίηση της αυτογνωσίας.
Ο πρώτος άξονας, το πρώτο μέρος είναι εκείνο του ονείρου. Η αφήγηση με πλάγια γράμματα και σε τρίτο πρόσωπο της ονειρικής παιδικής ηλικίας. Η παιδική ηλικία της Άννας είναι πολύχρωμη. Εδώ μπαίνει το θέμα των χρωμάτων. Εδώ το κείμενο φτιάχνει το δικό του λεξιλόγιο από χρωματιστές ιριδίζουσες εικόνες. Εδώ έχουμε φλας μπακ και στοπ-καρέ στην ηλικία της αθωότητας. Σαν από πίνακα του ιμπρεσιονιστού ζωγράφου Κλοντ Μονέ (όπως σημειώνει και η ίδια). Χρώματα, πολλά χρώματα. Τα περιγράμματα των ανθρώπων είναι ασαφή, χάνονται μέσα στην εναλλαγή των χρωμάτων. Χρωμάτων που αντιστοιχούν κάθε ένα σε μια ηλικία, σε ένα νόημα, σε ένα γράμμα του αλφαβήτου. Ωστόσο, οι χαρακτήρες, νεταρισμένοι βέβαια από τη σκόνη του χρόνου, είναι στέρεοι και ολοκληρωμένοι.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, που του δίνει τον τίτλο «Η ζωή», η αφήγηση ξεκινάει χρονικά το ίδιο απόγευμα που η Άννα κλείνει τους λογαριασμούς της με τη χρωματιστή παιδική της ηλικία. Τελειώνει στο σημείο που αχνοφαίνεται σαν το πρώτο φως της αυγής και από εξιστορήσεις τρίτων ο άντρας που θα σημαδέψει τη ζωή της.
Στη «Ζωή», το δεύτερο μέρος του βιβλίου, οι χαρακτήρες είναι πιο σαφείς και χρωματίζονται μόνο με τα απαραίτητα, τα βασικά χρώματα. Εδώ αρχίζει ο ρεαλισμός στη γραφή στην αφήγηση των γεγονότων. Εδώ αρχίζουν τα σκαμπανεβάσματα της ψυχής. Μιας ψυχής ώς τώρα «άγραφης» και απλής. Γι’ αυτό και πιο δεκτικής, πιο καλοπροαίρετης, έτοιμης να αγαπήσει δυνατά και απόλυτα, έτοιμης να δώσει. Απροετοίμαστης όμως να δεχτεί την υπέρτατη απελπισία, να διαχειριστεί την απόλυτη ταπείνωση που απαιτεί ο έρωτας. Στην αναπόφευκτη εγκατάλειψη (αυτήν που όλοι οι μεγάλοι έρωτες εμπεριέχουν) η Άννα λυγίζει, γέρνει σαν λυγαριά στον άνεμο. Λυγίζει, αγγίζει το χώμα, γεμίζει σκόνη από τη γη. Μα δεν σπάει. Την προστατεύει ο φύλακας άγγελός της, ή, ποιος ξέρει, ακόμα κι ο ίδιος ο θεός των μικρών πραγμάτων. Των πραγμάτων που θα εκτιμήσει, θα αγαπήσει και με αυτά θα πορευτεί εφεξής λυτρωμένη.
Τελικά η Ακακία Κορδόση κατόρθωσε με υλικό μια κοινότοπη πλην πανανθρώπινη ιστορία έρωτα, ξεφεύγοντας από το φτηνό μελό (σε κάποια σελίδα το σαρκάζει η ίδια), να στηρίξει με θαυμαστή ισορροπία και ικανή απόσταση μια «αυτοβιογραφία». Με στοιχεία ίσως και από τη δική της ζωή –όλοι οι συγγραφείς αντλούν από προσωπικά βιώματα.
Και είναι αυτά τα μάγια της γραφής που σε ωθούν με την πρώτη να προσέξεις με πόση αξιοπρέπεια χειρίζεται η συγγραφέας τους ήρωές της. η Άννα δεν κατηγορεί τον Κώστα που την απατά και ψεύδεται ασύστολα. Υποφέρει σιωπηλά το δράμα. Η Άννα δεν τον ψέγεται, δεν τον καταγγέλλει. Η αφήγηση και η δυναμική της αφήγησης είναι που δείχνουν σαν μέσα από μεγεθυντικό φακό τον γητευτή. Μια μεγάλη αρετή του βιβλίου είναι αυτή. Το ότι η εικόνα του ανεπαίσχυντου, μοιραίου άντρα, συμπεραίνεται, αντλείται. Επ’ ουδενί περιγράφεται.
Το βιβλίο στηρίζεται σε δύο άξονες. Κάποιες φορές οι άξονες διασταυρώνονται. Δύο ιστορίες που «πλέκονται» και μπλέκονται. Στην πραγματικότητα είναι η ίδια ιστορία. Η ιστορία της Άννας από τότε που θυμάται τον εαυτό της –κάπου εκεί στα τρία-τέσσερα χρόνια- μέχρι την οδυνηρότατη τελικά συνειδητοποίηση της αυτογνωσίας.
Ο πρώτος άξονας, το πρώτο μέρος είναι εκείνο του ονείρου. Η αφήγηση με πλάγια γράμματα και σε τρίτο πρόσωπο της ονειρικής παιδικής ηλικίας. Η παιδική ηλικία της Άννας είναι πολύχρωμη. Εδώ μπαίνει το θέμα των χρωμάτων. Εδώ το κείμενο φτιάχνει το δικό του λεξιλόγιο από χρωματιστές ιριδίζουσες εικόνες. Εδώ έχουμε φλας μπακ και στοπ-καρέ στην ηλικία της αθωότητας. Σαν από πίνακα του ιμπρεσιονιστού ζωγράφου Κλοντ Μονέ (όπως σημειώνει και η ίδια). Χρώματα, πολλά χρώματα. Τα περιγράμματα των ανθρώπων είναι ασαφή, χάνονται μέσα στην εναλλαγή των χρωμάτων. Χρωμάτων που αντιστοιχούν κάθε ένα σε μια ηλικία, σε ένα νόημα, σε ένα γράμμα του αλφαβήτου. Ωστόσο, οι χαρακτήρες, νεταρισμένοι βέβαια από τη σκόνη του χρόνου, είναι στέρεοι και ολοκληρωμένοι.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, που του δίνει τον τίτλο «Η ζωή», η αφήγηση ξεκινάει χρονικά το ίδιο απόγευμα που η Άννα κλείνει τους λογαριασμούς της με τη χρωματιστή παιδική της ηλικία. Τελειώνει στο σημείο που αχνοφαίνεται σαν το πρώτο φως της αυγής και από εξιστορήσεις τρίτων ο άντρας που θα σημαδέψει τη ζωή της.
Στη «Ζωή», το δεύτερο μέρος του βιβλίου, οι χαρακτήρες είναι πιο σαφείς και χρωματίζονται μόνο με τα απαραίτητα, τα βασικά χρώματα. Εδώ αρχίζει ο ρεαλισμός στη γραφή στην αφήγηση των γεγονότων. Εδώ αρχίζουν τα σκαμπανεβάσματα της ψυχής. Μιας ψυχής ώς τώρα «άγραφης» και απλής. Γι’ αυτό και πιο δεκτικής, πιο καλοπροαίρετης, έτοιμης να αγαπήσει δυνατά και απόλυτα, έτοιμης να δώσει. Απροετοίμαστης όμως να δεχτεί την υπέρτατη απελπισία, να διαχειριστεί την απόλυτη ταπείνωση που απαιτεί ο έρωτας. Στην αναπόφευκτη εγκατάλειψη (αυτήν που όλοι οι μεγάλοι έρωτες εμπεριέχουν) η Άννα λυγίζει, γέρνει σαν λυγαριά στον άνεμο. Λυγίζει, αγγίζει το χώμα, γεμίζει σκόνη από τη γη. Μα δεν σπάει. Την προστατεύει ο φύλακας άγγελός της, ή, ποιος ξέρει, ακόμα κι ο ίδιος ο θεός των μικρών πραγμάτων. Των πραγμάτων που θα εκτιμήσει, θα αγαπήσει και με αυτά θα πορευτεί εφεξής λυτρωμένη.
Τελικά η Ακακία Κορδόση κατόρθωσε με υλικό μια κοινότοπη πλην πανανθρώπινη ιστορία έρωτα, ξεφεύγοντας από το φτηνό μελό (σε κάποια σελίδα το σαρκάζει η ίδια), να στηρίξει με θαυμαστή ισορροπία και ικανή απόσταση μια «αυτοβιογραφία». Με στοιχεία ίσως και από τη δική της ζωή –όλοι οι συγγραφείς αντλούν από προσωπικά βιώματα.
Και είναι αυτά τα μάγια της γραφής που σε ωθούν με την πρώτη να προσέξεις με πόση αξιοπρέπεια χειρίζεται η συγγραφέας τους ήρωές της. η Άννα δεν κατηγορεί τον Κώστα που την απατά και ψεύδεται ασύστολα. Υποφέρει σιωπηλά το δράμα. Η Άννα δεν τον ψέγεται, δεν τον καταγγέλλει. Η αφήγηση και η δυναμική της αφήγησης είναι που δείχνουν σαν μέσα από μεγεθυντικό φακό τον γητευτή. Μια μεγάλη αρετή του βιβλίου είναι αυτή. Το ότι η εικόνα του ανεπαίσχυντου, μοιραίου άντρα, συμπεραίνεται, αντλείται. Επ’ ουδενί περιγράφεται.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Η ΒΡΑΔΥΝΗ"