Η βραδιά γαλήνια, καλοκαιρινή ραστώνη, η θάλασσα «παγάδα», καθρέφτης παρελκυστικός να μπερδεύει το πάνω με το κάτω σε ένα παιχνίδι του άσπρου με το μαύρο, του φωτός με το σκοτάδι. Οι φωνές των ανθρώπων και οι θόρυβοι του πολιτισμού – καλώς ή κακώς εννοούμενου – να μπερδεύονται στ’ αυτιά και οι μυρωδιές λίγο από θάλασσα, λίγο από βούρκο, λίγο από υπολείμματα αντιηλιακών πάνω στα πρόσκαιρα μελαψά σώματα, μαζί με μια ελαφρά δόση τσίκνας από τις σπονδές για την απόλαυση του ουρανίσκου, να ερεθίζουν τις άλλες αισθήσεις.
Η παρέα μεσηλίκων απολάμβανε με το δικό της τρόπο την ήρεμη βραδιά: μπύρες πάνω στο τραπέζι, τσιγάρο στο χέρι, άδειο το τασάκι, αποτσίγαρα και καύτρες πάνω στο γκαζόν. «Για όλα φταίει το γκαζόν», βέβαια, φταίει που είναι εκεί, που είναι διαθέσιμο να καλύψει ντροπαλά την ασχήμια του ανθρώπου, να κρύψει στα φυλλαράκια του τη βαρβαρότητα. Και ύστερα ήρθε η πείνα.
Εκείνο το συναίσθημα, που πάνω απ’ όλα, συνδέεται με το βασικότερο ένστικτο και πρέπει να ικανοποιηθεί το ταχύτερο. Ο παρέχων το τραπέζι, το κάθισμα, τη θέα και τις μπύρες, διέθετε μεγάλη ποικιλία εδωδίμων, τα αγαθά της στεριάς και της θάλασσας για κάθε ουρανίσκο.
Η παρέα όμως άλλα επιθυμούσε. Με χάρη brutal ένα μέλος της απομακρύνθηκε και επέστρεψε κουβαλώντας πλαστική σακούλα με καλούδια, που διένειμε δικαίως στους υπολοίπους.
Το τραπέζι γέμισε σουβλάκια, πατάτες και ψωμιά, αγορασμένα από γειτονική επιχείρηση, που εξυπηρετούσε τους δικούς της πελάτες. Η παρέα εντρύφησε στις απολαύσεις των τσικνισμένων κρεάτων με εμφανή απόλαυση.
Ο παρέχων το τραπέζι, το κάθισμα, τη θέα και της μπύρες, αντιλήφθηκε την απρέπεια, έσπευσε και διαμαρτυρήθηκε στην παρέα για το αυτονόητο. Η παρέα καταδέχτηκε, απαθώς, να σηκώσει τα μάτια προς τον διαμαρτυρόμενο, κοιτάζοντας με το βλέμμα του σκύλου που δεν θέλει να ενοχληθεί όσο απολαμβάνει το ζουμερό του κόκαλο, συνεχίζοντας το «μασούλημα». Η φάση τελείωσε εκεί, αφού η εξέλιξη της δράσης απαιτεί αντίδραση, που δεν υπήρχε.
Ένα ελαφρύ αεράκι σηκώθηκε, η παγάδα λύθηκε, ο καθρέφτης ράγισε και η ζωή συνεχίστηκε έτσι απλά και βέβηλα.-
J. L. S. BARTHOLDY