Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Φουάν, όπως τέχνη. Για το βιβλίο του Βασίλη Χουλιαρά "Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν"

Γράφει η Ελένη Καρβέλη

Φιλόλογος

Στα 1996, ο μεγάλος ιστορικός του εικοστού αιώνα Eric Hobsbawm, σε διάλεξή του στο Σάλτσμπουργκ συζήτησε το θέμα: «Που πηγαίνουν οι τέχνες;» (Eric J. Hobsbawm, Θρυμματισμένοι καιροί. Κουλτούρα και κοινωνία στον 20ό αιώνα, μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Θεμέλιο, Αθήνα 2013).

Μεταξύ άλλων είπε και τα εξής:

αρχείο λήψης

Eric Hobsbawm

«Εκείνο που χαρακτηρίζει τις τέχνες στον αιώνα μας είναι η εξάρτησή τους και ο μετασχηματισμός τους από μια ιστορικά μοναδική τεχνολογική επανάσταση, ιδιαίτερα από τις τεχνολογίες της επικοινωνίας και της αναπαραγωγής. […] Η παλιά αστική κοινωνία ήταν η εποχή του διαχωρισμού στις τέχνες και την υψηλή κουλτούρα. Όπως κάποτε η θρησκεία, η τέχνη ήταν “κάτι ανώτερο”, ή ένα βήμα προς κάτι ανώτερο: δηλαδή την “κουλτούρα”. Η απόλαυση της τέχνης οδηγούσε σε πνευματική βελτίωση και ήταν ένα είδος ευλαβικής δραστηριότητας, είτε ιδιωτικά, όπως η ανάγνωση, είτε δημόσια, στο θέατρο, στην αίθουσα των συναυλιών, στο μουσείο. […] Διαχωριζόταν ξεκάθαρα από την καθημερινή ζωή και από την απλή “διασκέδαση” […].

Αυτό το είδος καλλιτεχνικής εμπειρίας υπάρχει ακόμα, ασφαλώς […]. Αλλά […] δεν είναι πια, τουλάχιστον για τη νεότερη γενιά, η τυπική πολιτιστική εμπειρία. Το τείχος μεταξύ κουλτούρας και ζωής, μεταξύ δέους και κατανάλωσης […] καταρρέει […].

Στα τέλη του 20ου αιώνα το έργο τέχνης όχι μόνο πνίγηκε μέσα στην πληθώρα των λέξεων, των ήχων και των εικόνων […], αλλά επίσης εξαφανίστηκε μέσα στη διάλυση της αισθητικής εμπειρίας σε μια σφαίρα όπου είναι αδύνατο να διακρίνουμε ανάμεσα σε αισθήματα που αναπτύχθηκαν εντός μας και αισθήματα που μεταφέρθηκαν εκεί απ’ έξω. Στις περιστάσεις αυτές, πώς μπορούμε να μιλάμε για τέχνη; […] Ο ρόλος των ζωντανών τεχνών ή, ακόμα, και η συνέχεια της ύπαρξής τους στον 21ο αιώνα θα παραμείνουν αβέβαια…».

Προέβλεψε, λοιπόν, ο Hobsbawm τον πιθανό θάνατο της τέχνης, όχι επειδή θα περιέλθουμε σε μια κατάσταση βαρβαρότητας, αλλά για τον αντίθετο λόγο: επειδή η τεχνολογία της αναπαραγωγής θα καταστήσει την τέχνη κάτι το εξαιρετικά κοινό, ώστε να απωλέσει την ιερότητά της. Και πράγματι: Σε έναν κόσμο όπου οι πάντες γράφουν και εκδίδουν στο Διαδίκτυο, ποιος είναι ο συγγραφέας τελικά; Και ποιος είναι ο αναγνώστης; Διότι τι θα διαβάζει κανείς και για ποιον λόγο;

Έτσι, σε κάθε νέο έργο που κυκλοφορεί, τίθεται εκ νέου το ερώτημα αν δικαιούται τον χαρακτηρισμό της τέχνης. Θα ήθελα να αποδείξω ότι ο Βασίλης Χουλιαράς είναι όχι απλώς τεχνίτης, αλλά και καλλιτέχνης.

1neb3a

Καβάφης και Μπόρχες

Ας αρχίσουμε από τον τεχνίτη. Ο Βασίλης ο Χουλιαράς προτιμά τη μικρή φόρμα: διηγήματα, όχι όμως απόλυτα ρεαλιστικά με αναγνωρίσιμο ήρωα, χώρο και χρόνο. Τα κείμενα στο Αρχιπέλαγος Φουάν φλερτάρουν με την ποίηση. Πολύ μικρά, συμπυκνωμένα, ελλειπτικά και υπαινικτικά. Θυμίζουν παραβολές επίσης και σχεδόν όλα παίζουν με τον αναγνώστη: Τον οδηγούν προς μια κατεύθυνση, στο τέλος, όμως, όλα ανατρέπονται. Το εξωτερικό πλαίσιο φαίνεται πραγματικό (μια φυλακή, ένας Δον Μπαζίλιο, η διασταύρωση Σκουφά και Ομήρου, οι Πάπες της Ρώμης και της Αβινιόν, παπάδες, γλύπτες, τουρίστες και συγγραφείς). Γρήγορα συνειδητοποιεί ο αναγνώστης ότι όλα αυτά λειτουργούν παραπλανητικά. Οι ήρωες, ανώνυμοι και επώνυμοι, θα μπορούσαν να είναι ο καθένας μας. Τα τοπία ίσως είναι εσωτερικά. Κάποτε δεν ξέρεις αν ζεις ένα όνειρο ή μια παραίσθηση. Η φύση, ανύπαρκτη εντελώς. Κινούμαστε σε ένα σύμπαν αποκλειστικά ανθρώπινο, όμως έρημο και σιωπηλό. Είναι φανερές οι καταβολές των μεγάλων του 20ου αιώνα, δικών μας και ξένων: του Καβάφη και του Καρυωτάκη, του Κάφκα και του Μπόρχες. Αποκαλύπτεται ένα πλούσιο αναγνωστικό και γνωστικό υπόβαθρο, εκφρασμένο με λόγο καθαρό, πεντακάθαρο. Το βιβλίο προκαλεί τον αναγνώστη να το διαβάσει απνευστί.

Όλα τούτα, βεβαίως, θα μπορούσαν να ήταν απλώς μαστοριά –καθόλου περιφρονητέα, ασφαλώς, όπως έδειξε ο Καβάφης στο «Πρώτο σκαλί». Στα αφηγήματα αυτά όμως υπάρχει και κάτι περισσότερο: Μια προσωπική ματιά στα αιώνια θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Δηλαδή Τέχνη.

Θα επικεντρωθώ, προσπαθώντας να το αποδείξω, σε πέντε ζητήματα που αναδύονται από τις σελίδες του βιβλίου.

Ζήτημα 1ο : Θεολογία ή λόγος περί του Θεού.

Στο αποκλειστικά ανθρωπογενές Σύμπαν του Χουλιαρά υπάρχει ένα αδιάλειπτο ερώτημα για τον Θεό.

Ο οποίος Θεός, πότε κάνει βόλτες με σιγανά βήματα συντροφεύοντας τον Άνθρωπο, ο οποίος μόλις τον αρνήθηκε. Πότε είναι ο μεγάλος Απών. Πότε εμφανίζεται στη μεσαιωνική του εκδοχή πίσω από αιρέσεις και Πάπες. Πότε στη μυθολογική του διάσταση, πίσω από Σίσυφους και ψυχές στον Άδη. Κυρίαρχες είναι, όμως, δύο μορφές Του, που αναπόφευκτα συμφύρονται με την μορφή του Ανθρώπου: Ο Θεός-Δημιουργός και ο Θεός Σωτήρας-Λυτρωτής. Άρα:

Ζήτημα 2ο: Ο Θεός-Δημιουργός.

Εν αρχή ην ο Λόγος. Και οι λογοτέχνες του 19ου αιώνα οδήγησαν στα άκρα τον παραλληλισμό:

Θεός-Δημιουργός

Συγγραφέας-Δημιουργός,

είτε στα πλαίσια του κλασικισμού (ο συγγραφέας ως μικρός δημιουργός μιμείται τη φύση-δημιούργημα του Θεού) είτε στα πλαίσια του ρομαντισμού (ο Άνθρωπος-Δημιουργός υψώνεται προκλητικά και διεκδικεί για την Τέχνη του το δικαίωμα να είναι ανώτερη από το δημιούργημά του Θεού, τη φύση). Μεταξύ των δύο αυτών θεωρήσεων, ο Χουλιαράς προτιμά να θολώσει τα όρια που διαχωρίζουν τον μικρό από τον Μεγάλο δημιουργό. Στο τέλος δεν γνωρίζουμε ποιος δημιούργησε ποιον και ποιος είναι δημιούργημα τίνος. Ποιος δημιούργησε επίσης τους ανθρώπους-ήρωες των διηγημάτων; Είναι πρόσωπα υπαρκτά, παιδιά του Θεού ή πρόσωπα φανταστικά, παιδιά του λογοτέχνη; Κι ακόμα: μήπως τα δεύτερα, τα πλάσματα της λογοτεχνίας, είναι εξίσου πραγματικά, ζωντανά με τα πρώτα; Ποια τα δικαιώματα εξάλλου, του Δημιουργού (είτε Θεού είτε Ανθρώπου) επί του δημιουργήματός (είτε Ανθρώπου είτε λογοτεχνικού ήρωα); Και ποια τα δικαιώματα, τέλος, του δημιουργήματος έναντι του Δημιουργού; Να το τελικό ερώτημα. Το δημιούργημα έχει δικαιώματα ή θα ακολουθήσει τον ρόλο που προκαθορίστηκε από τον Δημιουργό για αυτό;

11425216_887239691349367_3574497919316842212_n

Βασίλης Χουλιαράς

Ως εκ τούτου προβάλλει και το ερώτημα της ελευθερίας. Ζητήματα με φιλοσοφικό βάθος, τα οποία ταυτόχρονα μετατοπίζουν τον φιλοσοφικό προβληματισμό στον χώρο της Αισθητικής. Έτσι η Θεολογία μεταβάλλεται σε Θεωρία της Τέχνης.

Ζήτημα 3ο , ο Λυτρωτής

Αγαπημένο θέμα των αφηγημάτων αυτών είναι η χριστιανική ιδέα της προσωπικής θυσίας ώστε να σωθεί ο Άλλος. Μόνο που και εδώ, τα όρια συγχέονται. Αν, για να σωθεί κάποιος, πρέπει κάποιος άλλος να τον αγαπήσει, να τον συγχωρέσει, να σηκώσει το βάρος των αμαρτημάτων του και να τον λυτρώσει, τότε, ποιος θα σώσει τον Λυτρωτή; Ποιος άλλος θα μαρτυρήσει ώστε να σωθεί ο Λυτρωτής; Ο Άνθρωπος μήπως; Ο Λυτρωτής «εαυτόν δύναται σώσαι»;

Η μήπως Σωτήρας είναι και ο Συγγραφέας, ο οποίος περνά το δικό του μαρτύριο και μας στέλνει μηνύματα-διηγήματα, ώστε να σωθούμε εμείς, οι Αναγνώστες; Από Αγάπη, βεβαίως, και αγωνιώντας μη βρεθούμε μια μέρα στη δική του θέση. Και στο βάθος ελλοχεύει η ανατρεπτική αμφιβολία για τη ματαιότητα της θυσίας.

Ζήτημα 4ο, το Πολιτικό

Πολύ λόγο έκανα περί Θεολογίας, σε ένα έργο ανθρώπινο, αφόρητα ανθρώπινο. Δεδομένου δε ότι όλα εδώ είναι διφορούμενα, επιδεκτικά και μίας δεύτερης ή και τρίτης ανάγνωσης, αναπόφευκτα προβάλλει το ερώτημα: το πολιτικό απασχολεί τον συγγραφέα;

Η απάντηση είναι όχι, τουλάχιστον με την τυπική αναγνωρίσιμη μορφή του σχολιασμού της πολιτικής, κοινωνικής συνθήκης της εποχής.

Όμως, ενυπάρχει ακόμα και ασυνείδητα στο έργο μια πλούσια βιωμένη εμπειρία της εποχής. Τι άλλο παρά πολιτική μπορεί να χαρακτηριστεί η προσπάθεια να διασωθεί ο βαθύτερος πυρήνας της σύγχρονης πραγματικότητας; Τι άλλο παρά πολιτική είναι η προσπάθεια να αποδοθεί ο αποπροσανατολισμός του σημερινού ανθρώπου, ο θάνατος όλων των αξιών και των σκοπών, η ερημία ενός κόσμου που άδειασε από ιδανικά;

24-25-2--8-thumb-medium

Ο Σολτζενίτσιν στο γκουλάγκ

Άλλωστε προκαλείται ο αναγνώστης διαβάζοντας τον τίτλο Αρχιπέλαγος Φουάν και εμβαθύνοντας και στο ομότιτλο κεντρικό διήγημα να κάνει τον συνειρμό: Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ. Και όντως, ο ήρωας, έγκλειστος σε κάποιο νησί από το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγει, λέει: «Ούτε και εγώ ξέρω πως αντέχω. Κάθε περιγραφή ωχριά μπροστά σε ό,τι τελικά σε περιμένει εδώ». Προκαλούμαστε τότε να σκεφτούμε ότι τα γκουλάγκ της φρίκης του «υπαρκτού» ολοκληρωτισμού, πλέον τα έχουν αμετάκλητα εγκαταστήσει στις ψυχές μας οι σύγχρονοι ολοκληρωτισμοί…

Ζήτημα 5ο, ο Έρωτας

Άφησα για το τέλος το θέμα αυτό. Αν και δομικά αποτελεί τον σκελετό του έργου (δεύτερο και τελευταίο διήγημα – αρχή και τέλος) επιμελώς καμουφλάρεται από τον συγγραφέα, ώστε να το ξεχνά ο αναγνώστης. Και όμως: η τελική Λύτρωση του Ανθρώπου έρχεται από εκεί. Σε μια ατμόσφαιρα διφορούμενη, όπου δεν ξέρεις αν η Γυναίκα σκότωσε τον Άνδρα ή αν τον σώζει, προχωρούν και οι δύο Αναστημένοι στο Φως της Αγάπης.

Επ’ αυτού, δεν θα επεκταθώ άλλο. Πάντως ένα έργο που μιλά για τον Θεό, τον Άνθρωπο, την Τέχνη, τον Έρωτα και την Πολιτική, δεν μπορεί παρά να είναι γνήσια Τέχνη.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]