Γράφει ο Νίκος Βατόπουλος
Με μία απόκοσμη ηρεμία, το Μεσολόγγι είναι μία πόλη που εξάπτει τη φαντασία. Η «ιδέα» γύρω από την πόλη είναι πιο ισχυρή από το ειδικό, αστικό, βάρος και αυτό το χάσμα αφήνει κενό για γοητεία. Βρέθηκα στο Μεσολόγγι πρόσφατα για τα εγκαίνια της εικαστικής έκθεσης «Το Μεσολόγγι και ο λόρδος Βύρων» στην Πινακοθήκη Μοσχανδρέου (μία συμπαραγωγή με την Αίθουσα Τέχνης «Καπλανών 5») και πήρα απλώς τη γεύση του τόπου. Ομως, το Μεσολόγγι έχει την ιδιότητα να επιδρά έμμεσα και να σε συνοδεύει ως αίσθηση, εικόνα και μνήμη για καιρό.
Στο «Αρχοντικό», όπου τρως σε λινά τραπεζομάντιλα συνοδεία ζωντανής μουσικής, έχεις την εντύπωση ενός αστικού κέντρου σε ακμή, αλλά στο συμπαθητικό, κατά τα άλλα, ξενοδοχείο «Θεοξένεια», σε προνομιακή τοποθεσία πάνω στη θάλασσα, ο χρόνος έχει σταματήσει στη δεκαετία του ’70. Το Μεσολόγγι έχει τη συνήθη μείξη κτισμάτων της ελληνικής πόλης σε τρεις βασικές κατηγορίες. Τα παλιά, λαϊκά ή αστικά σπίτια, ώς τον μεσοπόλεμο, τα κτίρια της αισθητικής βαρβαρότητας (πολλά) και τα επίσης, πολλά, κτίρια κατοικίας της εποχής της ευμάρειας που απλώνονται νοτίως του Πάρκου των Ηρώων.
Αλλά, η πόλη είναι τυλιγμένη σε ένα δικό της φως, με ένα κλίμα βαριάς και υγρής ζέστης, με μία ευπρόσδεκτη άπλα έξω από το πυκνό κέντρο με το δίκτυο των μικρών πεζοδρόμων, που ο νυν δήμαρχος κ. Παν. Κατσούλης θέλει να επεκτείνει από τον Αγιο Σπυρίδωνα (ωραίος ναός 110 και πλέον ετών) έως το Βυρωνικό - Φιλελληνικό, όπου η Ροδάνθη Φλώρου έχει κάνει θαύματα φέρνοντας βυρωνιστές από όλον τον κόσμο και ανοίγοντας την πόλη στη διεθνή κοινότητα.
Η αύρα του Βύρωνα, του Σπυρίδωνος Τρικούπη, του Κωστή Παλαμά συνυπάρχει με τη ζωντάνια των πεζοδρόμων. Το Πάρκο των Ηρώων είναι δικαίως το νούμερο ένα αξιοθέατο, αλλά βλέποντας κανείς το παρακείμενο, ερειπωμένο νεοκλασικό νοσοκομείο αναλογίζεται πόσες δυνατότητες έχει αυτή η πόλη.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ