Tου Στέφανου Κασιμάτη
Δεν ξέρω αν σας ξαφνιάζω, αλλά παρατηρώντας τον τελευταίο καιρό τις εξελίξεις, έχω πεισθεί πλέον ότι το ελληνικό κράτος είναι περίπου σαν τον Χάρη Καστανίδη. Το λέω, διότι, στη δική μου αντίληψη τουλάχιστον, ο εξοχότατος υπουργός Δικαιοσύνης είναι εμβληματική μορφή πολιτευομένου της αυτάρεσκης εποχής της Μεταπολίτευσης και, συγχρόνως, άξιος φορέας μιας παλαιότερης παράδοσης: του σπουδαιοφανούς και πομπώδους πολιτευτή επαρχίας.
Βαρύς και τετράγωνος στη σωματική κατασκευή, αλλά πάντα κορδωμένος και σοβαρός στο ύφος, ο Χάρης Καστανίδης επιβάλλεται διά της απλής παρουσίας του, χωρίς να χρειάζεται να ανοίξει το στόμα του. Επιβάλλεται με το πάντοτε συνοφρυωμένο και διαπεραστικό βλέμμα του, που δεν υποχωρεί ποτέ. Με το κλασικό θεληματικό πιγούνι του, μονίμως προτεταμένο, καθώς τα χείλη του είναι πάντα σφιγμένα σε μία ανεξιχνίαστη γραμμή, που θαρρείς ότι ισορροπεί επιδέξια μεταξύ αποδοκιμασίας και επιδοκιμασίας.
Ο Καστανίδης υποβάλει με τη μορφή του στον θεατή την ιδέα του άτεγκτου και αμείλικτου δημοσίου ανδρός. Φορέστε του –νοερά, εννοείται– την τόγκα του συγκλητικού (κάνει και χλαμύδα, αν δεν έχετε πρόχειρη μια τόγκα στη φαντασία σας...) και θα μπορούσε να ήταν ο Αγρίππας, ο άξιος στρατηγός και αδελφικός φίλος του αυτοκράτορα Αυγούστου. Αλλά και ως Ναπολέων (με την αμφίεση του οποίου είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι) θα ήταν πρώτης τάξεως!
Και όταν ανοίγει το στόμα του... Ω! Οταν ανοίγει το στόμα του ο Καστανίδης!.. Αρχίζει να ρέει χειμαρρώδης ο ψιλοκαθαρεύων λόγος, με εκείνα τα «διά τούτο λέγω», τα «τοσούτω μάλλον» και τις όλο και πιο σπανίζουσες πλέον γενικές των τριτοκλίτων! Ξεχύνονται τα μελίσματα του πνεύματός του, σε άψογες ρητορικές μορφές και όταν έχει τελειώσει (κάτι που σπανίως το κάνει μόνος του: είναι απαραίτητο κάποιος να τον διακόψει), τότε εσύ, λίγο ζαλισμένος, αναρωτιέσαι: «Μα τι είπε;». Μάστορας του έντεχνου βερμπαλισμού, με την πεντακάθαρη, σχεδόν «τραγανή» προφορά του, αβρός αλλά και αδυσώπητος, πνευματώδης αλλά και πύρινος, ο Καστανίδης είναι θείος – όχι με την έννοια της συγγενείας, αλλά τη ρωμαϊκή: divus, divum, divi, divo, etc.
Και όμως! Αυτό το θάμβος που προκαλεί η ανώτερη προσωπικότητα του Καστανίδη μπορεί σε μια στιγμή να διαλυθεί σαν πομφόλυγα, αρκεί να κάνεις μία απλή σκέψη: ότι και αυτός είναι άνθρωπος, όπως εμείς. Εχει και αυτός τις ίδιες ανάγκες: τροφή, ύπνο, σεξ, ακόμη και –ναι, ναι, φρικτόν ειπείν!– την ανάγκη να επισκέπτεται τον χώρο όπου και ο βασιλεύς (πόσω μάλλον ο Καστανίδης...) πηγαίνει μόνος του.
Λοιπόν, κάπως έτσι είναι το κράτος μας. Στην όψη τρομερό σαν τον Καστανίδη, αλλά στην ουσία – αφήστε καλύτερα... Ανύπαρκτο και φοβισμένο μπροστά στην επαναστατική βία της Κερατέας, που εδώ και τέσσερις μήνες αμφισβητεί τη βασική αρχή του κοινωνικού συμβολαίου, δηλαδή την παραχώρηση του δικαιώματος της νόμιμης βίας στη δημοκρατικά ελεγχόμενη πολιτεία. Ας κρύβει την αξιοθρήνητη αδυναμία του το κράτος πίσω από τις εύηχες πομφόλυγες του υπουργού Δικαιοσύνης, όπως ο περίφημος «κοινωνικός πραγματισμός» που συνέστησε στους δικαστές για την περίπτωση της Κερατέας. Οσο περνά ο καιρός και το κράτος εξακολουθεί να ανέχεται εστίες ανομίας, όλο και πληθαίνουν γύρω μας εκείνοι που καταλαβαίνουν το μέγεθος της αδυναμίας του και, το χειρότερο, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν τίποτε να φοβούνται από το κράτος, εφόσον οι ιδιοτελείς επιδιώξεις τους καλύπτονται με ένα δήθεν δημοκρατικό άλλοθι, που είναι πάντα έτοιμη να το προσφέρει η παλαβή Αριστερά.
Πρέπει δηλαδή να είσαι ιδιοφυής για να καταλάβεις πόσο οικτρή και επικίνδυνη (εν τέλει και ανεύθυνη, αφού δεν παραιτείται) είναι η συμπεριφορά του υπουργού Δημοσίας Τάξεως Χρήστου Παπουτσή, όταν με την ίδια ολύμπια αταραξία που είχε επιδείξει στο ναυάγιο του «Σάμινα Εξπρές», διαπιστώνει ότι... «στην Κερατέα η κατάσταση είναι απαράδεκτη»; Διερωτάσαι αν έχει αίσθηση όχι του φιλότιμου (μη ζητάμε πολλά...), αλλά της στοιχειώδους περηφάνιας, που προφυλάσσει τον άνθρωπο από τον αυτοεξευτελισμό του! Τόσο σημαντικότερη, τέλος πάντων, είναι η διατήρηση της υπουργικής ιδιότητας από την αξιοπρέπεια;
Η ανοχή του φαινομένου της Κερατέας από το κράτος οφείλεται μάλλον στην έλλειψη εμπιστοσύνης της κυβέρνησης προς την Αστυνομία – έλλειψη η οποία χαρακτήριζε και τις κυβερνήσεις Καραμανλή που προηγήθηκαν. Εν μέρει ίσως δικαιολογημένη, διότι ο ελλιπής επαγγελματισμός, σε συνδυασμό με τον υπερβάλλοντα ζήλο, φτιάχνουν επικίνδυνο μείγμα. Οφείλεται, ασφαλώς, και στην ηττοπαθή και ευτελή τακτική αυτοσυντήρησης των εκάστοτε κυβερνώντων, που αναβάλλουν συστηματικά την ενασχόληση με τα δύσκολα, εκτός όταν τους είναι πλέον αδύνατον – αλλά, ως συνήθως στις περιπτώσεις αυτές, είναι πια αδύνατη και η αντιμετώπιση του προβλήματος.
Κυρίως όμως, οφείλεται στην πεποίθηση ότι οι εστίες ανομίας λειτουργούν ως βαλβίδες ασφαλείας, από τις οποίες εκτονώνεται η οργή της κοινωνίας. Πιστεύουν, λοιπόν, ότι η ανοχή παρόμοιων φαινομένων αποτρέπει την ευρύτερη κοινωνική έκρηξη στο μέλλον. Κάνουν λάθος τεράστιο, το οποίο θα έχει επιπτώσεις τρομερές για τον τόπο. Η ανοχή φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Αποθρασύνει τις δυνάμεις της παλαβής Αριστεράς, που πλέον δεν μασάνε τα λόγια τους όταν εκθέτουν τους σκοπούς τους· και, επιπλέον, εμπεδώνει στους νομοταγείς το αίσθημα της αδικίας. Οσο εξαπλώνεται το τελευταίο, τόσο δυσκολότερη γίνεται η πραγματοποίηση κάθε προσπάθειας για ανασυγκρότηση.
Οσον αφορά δε την προοπτική επενδύσεων (σημειωτέον ότι «επιστροφή στην ανάπτυξη το 2012, βάσει σχεδίου», ανακοίνωσε στις αρχές της εβδομάδας ο Πεταλωτής...), η ζημία από τη διαιώνιση του αίσχους της Κερατέας είναι προφανής. Ο,τι και αν κάνει ο υπουργός-φασονατζής (δικός του ο αυτοπροσδιορισμός) Παμπούκιος για το Ελληνικό, ποιος τρελός θα δεχθεί να επενδύσει τα ωραία του λεφτά σε μια χώρα παρωδία, όπου το κράτος δεν θα μπορεί να προστατεύσει την επένδυσή του από τον κάθε «Γκόρτζο» και τους κουκουλοφόρους με τις μολότοφ;
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ