Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Ο Βαγγέλης Γερμανός συνομιλεί με τον Π. Αδαμόπουλο για την αποψινήπαρουσία στον Κοχλία και όχι μόνο...


Σε λίγη ο Βαγγέλης Γερμανός θα μας χαρίσει στον "Κοχλία" στο Μεσολόγγι ένα  μουσικό ταξίδι στον ήχο των μπλουζ και όχι μόνο… Έτσι λοιπόν ήταν μια καλή ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί του και να μοιραστεί μαζί μας μερικές σκέψεις του.
Λίγο πριν τη συναυλία συνομίλησε με τον Παναγιώτη Αδαμόπουλο. 
Απολαύστε τον :
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη μουσική ;

Όταν ήμουν μικρός, μαγεύτηκα από ένα «ντιν». Το άκουσα από έναν εργάτη που δούλευε σε μια οικοδομή δίπλα από το σπίτι μας. Όταν έκαναν διάλειμμα, ο τύπος έπαιζε κιθάρα! Από τότε που άκουσα αυτό το «ντιν» ψυχανεμίστηκα τι ήθελα να κάνω. Βρήκα από που μπορούσα να αγοράσω μια κιθάρα, την πήρα και κάπως έτσι ξεκίνησα.

 Σαν τραγουδοποιός εμφανιστήκατε κάπου στα 30 σας χρόνια. Τι είναι αυτό που σας κράτησε μέχρι τότε μακριά απ’ το να βγάλετε κάποιον δίσκο;

Για να βγάλεις πρέπει πρώτα να βάλεις. Όταν έχεις μια τάση να δημιουργήσεις, είτε αυτό είναι ένα τραγούδι, είτε είναι ένα σπίτι ή ακόμα κι ένα φαγητό, στην αρχή δεν έχεις σκεφτεί ακριβώς τι θες να δημιουργήσεις, απλά λες «θέλω κάτι να φτιάξω». Στον κάθε άνθρωπο εσωτερικά υπάρχει ένα περίσσευμα ενέργειας που θέλει να διοχετεύσει προς τα έξω. Χρειάζεσαι κάποιο χρόνο να ανακαλύψεις τι είναι αυτό που θες να κάνεις, το μόνο που ξέρεις είναι ότι θες κάτι να κάνεις. Με το χρόνο αυτό ωριμάζει μέσα σου και παίρνει σχήμα και μορφή. Όλο αυτό το διάστημα απ’ τα 15 μου που άρχισα να σκαρώνω τραγουδάκια μέχρι τα 30 που έβγαλα τον πρώτο μου δίσκο χρειάστηκα κάποιο χρόνο για να τα «φορμάρω». Τίποτα δεν έρχεται εξ’ ουρανού, έτοιμο, ώστε να το βγάλεις προς τα έξω επιτόπου. Θέλει δουλειά και σειρά!




Το 1970 κατά τη διάρκεια των σπουδών σας συγκατοικούσατε με τον Π. Σιδηρόπουλο, αργότερα στην Αθήνα όμως χωρίστηκαν οι δρόμοι σας.

Ναι, εγώ ήμουν ήδη στο δρόμο της μουσικής στη Θεσσαλονίκη, είχα μαζί την κιθάρα μου, μελετούσα και έπαιζα. Με τον Παύλο κάναμε διάφορες βόλτες, διάφορες αλητείες, ότι κάνει ένας δεκαοχτάρης δηλαδή. Εκείνη την εποχή ο Παύλος ήθελε να γίνει συγγραφέας, είχε βρει μάλιστα και το ψευδώνυμο που θα χρησιμοποιούσε, «Παύλος Αστέρης». Εκτός από συγγραφέας ήθελε να γίνει και ντράμερ, έπαιζα κιθάρα και ο Παύλος έπαιρνε δύο πολυθρόνες, σαν αυτές του σκηνοθέτη μαζί με δύο κουτάλια ή δύο πιρούνια, ότι έβρισκε στην κουζίνα δηλαδή και παίζαμε. Τώρα γιατί χωριστήκαμε στην Αθήνα… Η Αθήνα δεν είναι ούτε Θεσσαλονίκη ούτε Μεσολόγγι είναι μια τεράστια χοάνη, οι αποστάσεις μεγαλώνουν και χάνεσαι.

Ποια είναι τα μουσικά σας ερεθίσματα; 

Ερεθίσματα; Το «ντιν» που σου ‘πα πριν. Τώρα αν εννοείς τι μουσική άκουγα εδώ, πάμε σε κάτι που συμβαίνει και σήμερα. Υπάρχει σε όλον τον κόσμο η εξής πραγματικότητα, από τους Αμερικάνους θεωρείται όλος ο κόσμος μια αγορά και όπου δεν υπάρχει αγορά, δημιουργούνε. Κατά την ίδια έννοια και στη μουσική υπήρξε μια διείσδυση από αγγλόφωνες χώρες. Υπήρχε στην Ελλάδα επίσης, και υπάρχει, ένα μουσικό πέρασμα από ανατολή αλλά κυρίως στη δική μου την ηλικία υπήρχε ο Αμερικάνικος σταθμός που έπαιζε όλο μπλουζ, ροκ και τα συναφή. Είχαμε συγχρόνως εκείνη την εποχή και τη μεγάλη αντίδραση των νέων στην Αμερική κατά του πολέμου του Βιετνάμ, υπήρχε μια τάση απελευθερωτικού χαρακτήρα από τα κλισέ που κυριαρχούσαν και δυστυχώς κυριαρχούν ακόμα και τώρα στην κοινωνία. Αυτή η απελευθέρωση ερχόταν με τη μουσική και έτσι μοιραία εγώ όπως και όλη η δικιά μου γενιά ακούγαμε Rolling Stones, Beatles, Animals, Kinks, Alexis Corner, Paul Butterfield Blues Band…

Σας έχουμε δει στις ταινίες «Βαριετέ» του Νίκου Παναγιωτόπουλου και του Αντώνη Κόκκινου «Ο αδερφός μου κι εγώ» αλλά και σε σειρές. Πώς και ασχοληθήκατε με την υποκριτική;

Δεν το έψαξα. Χτύπησε το τηλέφωνο μια μέρα, ήταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, θέλω να παίξεις σε ένα έργο μου είπε. Του απάντησα πως δεν είμαι ηθοποιός και αποκρίθηκε «μη φοβάσαι θα σε καθοδηγήσω εγώ», κάπως έτσι δέχτηκα. Μετά από αυτό προέκυψαν οι υπόλοιπες δουλειές ως ηθοποιός. Κακό δεν ήτανε, ίσα – ίσα ήταν αρκετά τιμητικό που μου το πρότειναν, επιπλέον κάνεις και γνωριμίες, αλλά δεν έχω το μεράκι του ηθοποιού και τη δουλειά που κάνεις πρέπει να την έχεις μεράκι.

Ποιά είναι η γνώμη σας για τη μουσική βιομηχανία στις μέρες μας;

Ο γιγαντισμός είναι στοιχείο παρακμής, οτιδήποτε ακούς μεγάλο άλλωστε, ειδικά σήμερα, το μυαλό σου δεν πάει σε κάτι καλό. Τα μεγέθη πρέπει να είναι σύμφωνα με τη φυσική τάξη, πρέπει να υπάρχει ισορροπία με τον εαυτό σου και το περιβάλλον. Όταν είσαι σε μια πορεία πρέπει οι κινήσεις σου να χουν συνέπεια, δε μπορείς να είσαι εκτός πραγματικότητας. Αυτά τα φαινόμενα προκαλούν κόμπλεξ, ζημιά και κρίση.

Η πειρατεία της μουσικής πώς έχει επηρεάσει τη ζωή σας;

Δεν νομίζω να την έχει επηρεάσει ιδιαίτερα. Δεν έχω δει άλλωστε ποτέ να πουλάνε δικό μου πειρατικό CD. Υπάρχουν δύο λογικές, η μία του παραγωγού κι η άλλη του ακροατή. Όλη η εμπορική δραστηριότητα της μουσικής βασίζεται στον ακροατή. Αν οι ακροατές που τους αρέσει η μουσική μου ήταν υπέρ της πειρατείας θα έπρεπε να κάνω κάποια άλλη δουλειά για να ζήσω με αποτέλεσμα να μη μπορώ να ασχολούμαι τόσες ώρες με τη μουσική και έτσι πολύ πιθανόν να μην είχα το χρόνο να παράγω.

Photo credit : Ελένη Ταράτσα

 Η Ελλάδα διανύει μια περίοδο κοινωνικοοικονομικής κρίσης. Ποιο είναι το καλύτερο που μπορεί να προσφέρει ένας καλλιτέχνης εν καιρώ κρίσης ;

Το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει, που είναι ίσως και το μοναδικό, είναι να εξωτερικεύσει τη δική του αντίληψη για αυτήν την κρίση. Επιπλέον, να θυμίσει στους ακροατές του τις πραγματικές βασικές αξίες τις ζωής.

Προτιμάτε να παίζετε σόλο ;

Δεν το προτιμώ, μου αρέσει να παίζω με άλλους ανθρώπους, αλλά με ανθρώπους που να αξίζει τον κόπο και για μένα αλλά και γι’ αυτούς. Υπάρχει μια αντίληψη ότι είναι τέσσερεις πίσω και βγάζουν την υποχρέωση και ένας μπροστά που τα χώνει, δεν έχω τέτοια αντίληψη για τη μουσική. Πιστεύω πως το γκρουπ είναι που μετράει, αυτό που κάνουν το κάνουν όλοι μαζί και το υποστηρίζουν όλοι το ίδιο, απλά λόγω κρίσης πλέον είναι πολύ δύσκολο να έχεις μαζί σου γκρουπ, λίγα τα χρήματα. Δεν μπορείς να φέρεις ολόκληρη μπάντα από την Αθήνα και να πεις πάμε να παίξουμε στο Μεσολόγγι, γι’ αυτό είμαι σόλο αλλά γουστάρω σαν να έχω μπάντα.

Σας γοητεύει ιδιαίτερα η θάλασσα. Γιατί;

Το γεγονός ότι δεν ξέρω τι γίνεται από κάτω, το άγνωστο… Η θάλασσα συμβολικά είναι το υποσυνείδητό μας και μας συμπληρώνει, ίσως να είναι και το μεγαλύτερο κομμάτι του πλανήτη που δε γνωρίζουμε.

Στον ημιώροφο του Κοχλία στη γκαλερί φιλοξενείται έκθεση φωτογραφίας του συντοπίτη μας Θάνου Παπαχρήστου, από χειμερινό πανηγύρι στον Άη-Συμιό, πώς σας φάνηκε;

Γνώριζα την παράδοση που έχετε στο κλαρίνο αλλά όχι την παράδοση της ζυγιάς. Οι ήχοι του ζουρνά και του νταουλιού μου είναι πολύ οικείοι, μου αρέσει η ειλικρίνεια που βγάζουν. Οι φωτογραφίες μου δημιούργησαν επιθυμία να γνωρίσω το πανηγύρι από κοντά.

Υπάρχει κάποια δουλειά που ετοιμάζετε αυτόν τον καιρό;

Πριν ένα εξάμηνο περίπου κυκλοφόρησε ένας δίσκος , «τα μπλουΖάκια» μπορείτε να δείτε και κλιπάκι στο διαδίκτυο. Αυτή την περίοδο έχω προετοιμαστεί για χειμωνιάτικη περιοδεία και είμαι on the road.
 Τί μας επιφυλάσσει το σημερινό  live στον «Κοχλία»;

Θα είμαστε εγώ και η κιθάρα μου και θα επικοινωνήσουμε, όπως επικοινωνούμε και τώρα, απλά αύριο η επικοινωνία θα γίνει διαμέσου της μουσικής. Φιλοδοξώ μάλιστα, να σας δω να χορεύετε και να τραγουδήσουμε παρέα.
Π.Α Σας ευχαριστώ πολύ και δε σας κρύβω ότι ανυπομονώ για το Live.
Β.Γ Κι εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ Πάνο, να είσαι καλά!
Photo: Ελένη Ταράτσα
Αναδημοσίευση από το onairnews.gr